A R N A L D U R I N D R I D A S O N
16
δοποίητα, τη χτύπησε στο κεφάλι με τη γροθιά του, τόσο γρή
γορα που δεν πρόλαβε καν να τον δει. Ή ίσως δεν πίστευε ότι
την είχε χτυπήσει. Αυτή ήταν η πρώτη γροθιά, και στα χρόνια
που ακολούθησαν θα αναρωτιόταν αν η ζωή της θα ήταν δια
φορετική αν τον είχε παρατήσει εκείνη τη στιγμή.
Όμως εκείνος δεν θα την άφηνε.
Τον κοίταξε κατάπληκτη, μην ξέροντας γιατί την είχε χτυ
πήσει ξαφνικά. Κανείς δεν την είχε ξαναχτυπήσει ως τότε.
Ήταν τρεις μήνες μετά τον γάμο τους.
«Με χτύπησες;» ρώτησε, φέρνοντας το χέρι στον κρόταφό
της.
«Νομίζεις ότι δεν σε είδα πώς τον κοίταζες;» της είπε άγρια.
«Τον κοίταζα; Τι;… Εννοείς τον Σνόρι; Κοίταζα τον Σνόρι;»
«Νομίζεις ότι δεν το πρόσεξα; Δεν είδα ότι έκανες σαν ξα
ναμμένη σκύλα;»
Δεν είχε ξαναδεί ποτέ αυτή την πλευρά του. Δεν τον είχε
ξανακούσει να χρησιμοποιεί αυτή την έκφραση. Ξαναμμένη
σκύλα. Τι ήταν αυτά που έλεγε; Είχε ανταλλάξει μερικές κου
βέντες με τον Σνόρι στην πόρτα του υπογείου, προκειμένου να
τον ευχαριστήσει επειδή της επέστρεψε κάτι που είχε ξεχάσει
να πάρει από το σπίτι όπου εργαζόταν ως καμαριέρα. Δεν ήθε
λε να τον καλέσει μέσα επειδή ο άντρας της, που ήταν εκνευ
ρισμένος όλη μέρα, είπε ότι δεν ήθελε να τον δει. Ο Σνόρι πέ
ταξε ένα αστείο για τον έμπορο στον οποίο δούλευε παλιότερα
η γυναίκα, γέλασαν και μετά αποχαιρετίστηκαν.
«Μα ήταν απλώς ο Σνόρι» του είπε. «Μην κάνεις έτσι. Για
τί έχεις τόσο κακή διάθεση όλη μέρα;»
«Μου αντιμιλάς;» τη ρώτησε πλησιάζοντας πάλι. «Σε είδα
από το παράθυρο. Σε είδα πώς χόρευες γύρω του. Σαν τσού
λα!»
«Όχι, δεν μπορείς να...»