21
Η Σ Ι Ω Π Η Τ Ο Υ Τ Α Φ Ο Υ
Νοίκιασαν ένα μικρό υπόγειο διαμέρισμα στη Λίνταργκατα,
τίποτα παραπάνω από ένα καθιστικό και μια κουζίνα. Υπήρχε
και μια εξωτερική τουαλέτα στην αυλή. Αυτή σταμάτησε τη
δουλειά στον έμπορο, καθώς ο άντρας της της είπε ότι δεν ήταν
πια απαραίτητο. Εκείνος βρήκε μια δουλειά στο λιμάνι μέχρι
να μπορέσει να βρει μια θέση σε αλιευτικό. Ονειρευόταν να
γίνει ναυτικός.
Η γυναίκα στεκόταν δίπλα στο τραπέζι της κουζίνας κρατώ­
ντας την κοιλιά της. Δεν του είχε πει τίποτα ακόμη, αλλά ήταν
σίγουρη ότι ήταν έγκυος. Έπρεπε να το περιμένει. Είχαν συζη­
τήσει αν θα έκαναν άλλα παιδιά, αλλά δεν ήταν σίγουρη πώς
έβλεπε εκείνος το θέμα, μερικές φορές γινόταν πολύ μυστηριώ­
δης. Αν το παιδί ήταν αγόρι, είχε ήδη διαλέξει όνομα. Ήθελε να
είναι αγόρι. Και θα το έβγαζε Σίμον.
Είχε ακούσει για άντρες που χτυπούσαν τις γυναίκες τους.
Για γυναίκες που υπέμεναν τη βίαιη συμπεριφορά των αντρών
τους. Είχε ακούσει ιστορίες. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι
τώρα ανήκε κι η ίδια σ’ αυτή την κατηγορία. Δεν τον θεωρούσε
ικανό για κάτι τέτοιο. Πρέπει να ήταν μεμονωμένο περιστατι­
κό, είπε στον εαυτό της. Νόμισε ότι φλερτάριζα με τον Σνόρι.
Πρέπει να προσέχω να μην ξαναγίνει αυτό.
Σκούπισε τα μάτια της και ρούφηξε τη μύτη της. Τέτοια
βιαιότητα. Είχε φύγει τώρα, αλλά σίγουρα θα ξαναγύριζε και
θα της ζητούσε συγγνώμη. Δεν ήταν δυνατό να της φέρεται
έτσι. Δεν γινόταν. Δεν έπρεπε. Σαστισμένη ακόμη, πήγε στην
κρεβατοκάμαρα να ρίξει μια ματιά στην κόρη της. Η Μίχκελινα
είχε ξυπνήσει με πυρετό το πρωί και κοιμόταν σχεδόν όλη τη
μέρα. Ακόμη δεν είχε ξυπνήσει. Η μητέρα της την πήρε αγκα­
λιά και πρόσεξε ότι έκαιγε. Κάθισε κρατώντας το κοριτσάκι
1...,4,5,6,7,8,9,10,11,12,13 15,16