A R N A L D U R I N D R I D A S O N
18
γνωρίζονται καλύτερα. Αυτός δούλευε στο Κιός, στον αδελφό
του εμπόρου όπου εργαζόταν εκείνη, και του έφερνε τρόφιμα.
Έτσι είχαν γνωριστεί πριν από ενάμιση χρόνο περίπου. Είχαν
σχεδόν την ίδια ηλικία, κι εκείνος έλεγε ότι σκεφτόταν να πα­
ρατήσει αυτή τη δουλειά και ίσως να πάει στη θάλασσα. Στα
αλιευτικά έβγαζαν καλά λεφτά. Και ήθελε δικό του σπίτι. Να
είναι αφεντικό του εαυτού του. Η δουλειά του εργάτη ήταν
καταπιεστική, ξεπερασμένη και κακοπληρωμένη.
Κι εκείνη του είπε ότι είχε βαρεθεί τη δουλειά της στον
έμπορο. Ήταν ένας τσιγκούνης που χούφτωνε συνέχεια τα κο­
ρίτσια που δούλευαν στο σπίτι του. Η γυναίκα του ήταν μια
γριά στρίγκλα που τους φερόταν σαν να ήταν δούλες. Η ίδια
δεν είχε ιδιαίτερα σχέδια για το τι θα έκανε. Δεν σκεφτόταν
ποτέ το μέλλον. Ο συνεχής μόχθος ήταν το μόνο πράγμα που
είχε γνωρίσει από τα παιδικά της χρόνια. Δεν υπήρχε τίποτε
άλλο στη ζωή της.
Αυτός έβρισκε συνέχεια δικαιολογίες για να επισκέπτεται
τον έμπορο και συνήθιζε να πηγαίνει και να τη βλέπει στην
κουζίνα. Το ένα πράγμα έφερε το άλλο, και γρήγορα του μίλη­
σε για το παιδί της. Εκείνος απάντησε ότι το ήξερε πως είχε
παιδί. Είχε ρωτήσει γι’ αυτήν. Ήταν η πρώτη φορά που αποκά­
λυπτε ότι ενδιαφερόταν να τη γνωρίσει καλύτερα. Εκείνη τον
ενημέρωσε ότι το κορίτσι σε λίγο θα γινόταν τριών ετών και
πήγε να το φέρει από την πίσω αυλή όπου έπαιζε με τα παιδιά
του εμπόρου.
Όταν γύρισε με την κόρη της, αυτός τη ρώτησε πόσοι άντρες
υπήρχαν στη ζωή της, χαμογελώντας σαν να ήταν ένα αθώο
αστείο. Αργότερα θα χρησιμοποιούσε ανελέητα την υποτιθέμε­
νη ακολασία της για να την εξευτελίσει. Δεν θα αποκαλούσε
ποτέ την κόρη της με το όνομά της, μόνο με παρατσούκλια:
μπάσταρδο και σακάτικο.
1...,2,3,4,5,6,7,8,9,10 12,13,14,15,16