ΤΟ Κ Α Τ ΑΦ Υ Γ Ι Ο ΤΩΝ ΑΝΕΜΩΝ
31
στρωμένο με μαλακό χώμα, σμιλεμένο πάνω στον συμπαγή
βράχο, και η Μάρις γλίστρησε για μερικά μέτρα πάνω στο
λασπερό έδαφος προτού σταματήσει τελικά. Μετά, έκανε κά-
που πέντε λεπτά να βρει την ισορροπία της και να σταθεί
όρθια, ενώ παιδεύτηκε με την τριπλή σειρά λουριών που ήταν
τυλιγμένα γύρω από το σώμα της. Έδεσε προσεχτικά τα φτε-
ρά της σ’ έναν κάβο και άρχισε να τα διπλώνει ξεκινώντας από
την άκρη της μιας φτερούγας.
Μέχρι να τελειώσει, τα δόντια της χτυπούσαν δυνατά και
τα μπράτσα της την πέθαιναν στον πόνο. Ο Ντόρελ την κοι-
τούσε να κοπιάζει με σμιχτά φρύδια . τα δικά του φτερά κρέ-
μονταν ήδη, καλά διπλωμένα, από τον ώμο του. «Πέταγες
πολλές ώρες;» τη ρώτησε. «Έπρεπε να σε είχα αφήσει να προσ-
γειωθείς κατευθείαν. Συγγνώμη. Δεν το κατάλαβα. Θα πρέπει
να είχες συνεχώς τη θύελλα πίσω σου. Δύσκολος καιρός. Έπε-
σα κι εγώ σε πλάγιους ανέμους. Είσαι καλά;»
«Ω, ναι. Απλά κουρασμένη – αν και όχι τόσο τώρα πια.
Χαίρομαι που ήρθες να με προϋπαντήσεις. Πετάξαμε καλά,
το είχα ανάγκη. Το τελευταίο μέρος του ταξιδιού ήταν δύσκο-
λο – νόμιζα ότι θα πέσω. Αλλά κάλλιο μια καλή πτήση παρά
ξεκούραση».
ΟΝτόρελ γέλασε και την αγκάλιασε από τους ώμους. Ένιω-
σε πόσο ζεστός ήταν μετά την πτήση του και, αντιθέτως, πό-
σο παγωμένη ήταν εκείνη. Το ένιωσε κι αυτός και την έσφιξε
ακόμα περισσότερο. «Έλα μέσα πριν ξεπαγιάσεις. Ο Γκαρθ
έφερε κάτι μπουκάλια κίβας από τα Σόταν. Σίγουρα θα έχει
ήδη ζεσταθεί κάποιο. Κάτι εμείς, κάτι το κίβας, θα σε συνεφέ-
ρουμε».
Η κοινή σάλα του καταφυγίου ήταν ζεστή και ευχάριστη,