G EORG E R . R . MA R T I N & L I S A TUT T L E
28
Αφού αντάλλαξαν τους καθιερωμένους χαιρετισμούς, η
Μάρις έκλεισε τα μάτια και άφησε το μήνυμα να κυλήσει από
τη γλώσσα της. Ούτε ήξερε, ούτε την ένοιαζε τι έλεγε. Οι
λέξεις χρησιμοποιούσαν τη φωνή της χωρίς να απασχολούν
τη συνειδητή της σκέψη. Τίποτα πολιτικές υποθέσεις θα ήταν
μάλλον, σκεφτόταν. Όλο για πολιτικά μιλούσαν τελευταία.
Αφού ολοκλήρωσε το μήνυμα, ηΜάρις άνοιξε τα μάτια και
χαμογέλασε στον Νήσαρχο. Επίτηδες, γιατί το μήνυμα είχε
φανεί να τον στεναχωρεί. Ωστόσο, εκείνος κατάφερε να συ-
νέλθει γρήγορα και της αντιγύρισε το χαμόγελο. «Ευχαριστώ»
της είπε, κάπως ξεψυχισμένα. «Τα πήγες πολύ καλά».
Μετά, την προσκάλεσαν να μείνει εκεί τη νύχτα, αλλά η
Μάρις αρνήθηκε. Το πρωί ίσως να καταλάγιαζε η θύελλα .
εξάλλου, της άρεσε να πετάει βράδυ. Ο Τορ και η Τζίνα τη
συνόδεψαν μέχρι έξω και ανέβηκαν μαζί της στο πετρώδες
μονοπάτι που οδηγούσε στον βράχο των ανεμοπόρων. Αναμ-
μένα φανάρια ήταν τοποθετημένα ανά λίγα μέτρα πάνω στην
πέτρα, ώστε να είναι ασφαλέστερη η δαιδαλώδης ανάβαση
μέσα στη νύχτα.
Στο τέρμα του δρόμου υπήρχε μια φυσική προεξοχή, την
οποία είχαν επιμηκύνει και διαπλατύνει ανθρώπινα χέρια. Από
κάτω ήταν ένας γκρεμός είκοσι πέντε μέτρων, που κατέληγε
σε μια βραχώδη παραλία όπου έσκαγαν αφρισμένα κύματα.
Όταν έφτασαν στην προεξοχή, η Τζίνα και ο Τορ ξεδίπλωσαν
τα φτερά και ασφάλισαν τους αρμούς στη θέση τους. Το αση-
μένιο μεταλλικό πανί απλώθηκε και τεντώθηκε. Και η Μάρις
πήδηξε.
Ο άνεμος την άρπαξε και την ανέβασε ψηλά. Πετούσε
πάλι, με τη σκοτεινή θάλασσα από κάτω της και την άγρια