12
και μπροστά της ένιωθε το λάστιχο να απομακρύνε-
ται. Δεν έβλεπε κανέναν.
Το μυαλό της ξαναγύρισε αστραπιαία στην ημέρα
μετά το ατύχημά της με το έλκηθρο. Ήταν η μέρα των
γενεθλίων της και την ξύπνησαν τα χρόνια πολλά των
γονιών της. Δεν είχε ιδέα πως βρισκόταν στο νοσοκο-
μείο. Άνοιξε τα μάτια της έχοντας ένα τεράστιο χαμό-
γελο στο πρόσωπό της. Το χαμόγελο όμως έμεινε
μετέωρο και σιγά σιγά χάθηκε. Δεν μπορούσε να δει
τίποτα. Έτριψε τα ματάκια της και μετά έβαλε τα κλά-
ματα. Ήταν πέντε χρονών – και τυφλή.
«Φένια» άκουσε από μακριά τη φωνή του Ματίας
που διέκοψε τη θλιβερή παιδική της ανάμνηση. «Μπο-
ρείς να κόψεις δρόμο!» της είπε, αλλά η κοπέλα είχε
άλλα σχέδια. Πήρε μια βαθιά ανάσα και όταν την άφη-
σε έτρεξε μ’ όλη της τη δύναμη. Οι ήχοι των παπου-
τσιών της στο μάρμαρο ακούγονταν με ηχώ σ’ όλους
τους διαδρόμους κι έμοιαζαν με πυροβολισμούς.
«Σταμάτα – όποιος κι αν είσαι!» φώναξε μπαίνοντας
στην αίθουσα με τα έργα του Κλιμτ. Ψηλάφισε τον
τοίχο μέχρι που βρήκε το παράθυρο. Προσπάθησε να
ανοίξει τις κουρτίνες αλλά είχαν μαγκώσει! Έπρεπε
να σκεφτεί γρήγορα. «Αφού δεν ανοίγετε με το καλό»
μουρμούρισε στα ελληνικά τραβώντας τες προς τα
κάτω «θα ανοίξετε με το κακό!» Οι κουρτίνες σκίστη-
καν και το βαρύ ξύλινο κουρτινόξυλο (το αυθεντικό
που είχε επιζήσει από τότε που πρωτοχτίστηκε το πα-
λάτι) έσπασε κι έπεσε με θόρυβο στην πλάτη της.
ΗΦένια πονούσε, αλλά επιτέλους, χάρη στην πανσέ-
1,2,3,4 6,7,8,9,10,11,12,13,14,15,...17