9
«Ματίας, άκουσες κάτι;» Η Φένια, μία απ’ τους δύο
νυχτοφύλακες της Πινακοθήκης στο Ανάκτορο Μπελ-
βεντέρε, στη Βιέννη της Αυστρίας, τέντωσε τα αυτιά
της προσπαθώντας να αφουγκραστεί και σκούντηξε
τον συνάδελφό της. «Ματίας… σσσς… Άκου».
Η Φένια ήταν γνωστή για την ακοή της. Όταν ήταν
μικρή, λίγους μήνες αφότου η οικογένειά της μετακό-
μισε από την Ελλάδα στην Αυστρία, είχε πάθει ένα
ατύχημα στο χιονοδρομικό κέντρο των Άλπεων. Είχε
πέσει απ’ το έλκηθρο και χτύπησε, χάνοντας προσω-
ρινά την όρασή της. Πέρασαν τέσσερα χρόνια γεμάτα
φάρμακα και επισκέψεις στα νοσοκομεία μέχρι να
μπορέσει το κορίτσι να ξαναδεί. Τέσσερα χρόνια που
ζούσε χωρίς να βλέπει ήταν αρκετά για να αναπτύξει
στο έπακρο τις άλλες της αισθήσεις – κυρίως την
ακοή και την όσφρηση.
Ο Ματίας, ένας γιγαντόσωμος ξανθός άντρας γύ-
ρω στα σαράντα, έστησε αυτί αλλά δεν άκουσε τίπο-
τα. «Μήπως κουνήθηκε κάποιος πίνακας;» πρότεινε
στο τέλος.
«Όχι, όχι» επέμεινε η Φένια. «Είμαι σίγουρη ότι
ακούω κάτι περίεργο. Είμαι νυχτοφύλακας στην Πινα-
κοθήκη έξι χρόνια. Ποτέ δεν…» Σταμάτησε απότομα
και ρουθούνισε. «Τώρα μυρίζω και κάτι!»
«Μήπως είναι το βραδινό μου φαγητό που έφερα
μαζί μου;» είπε γελώντας ο Ματίας, κι έβγαλε απ’ την
1 3,4,5,6,7,8,9,10,11,12,...17