11
καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά που νόμιζε ότι θα
δραπετεύσει απ’ το σώμα της. «Ποιος είσαι;» Η όρασή
της, δυστυχώς, ήταν η μοναδική της αίσθηση που
υστερούσε. Δεν ξεχώριζε πια τίποτα στον διάδρομο.
Τα φωτάκια κινδύνου δεν είχαν ανάψει – ή κάποιος τα
είχε απενεργοποιήσει. «Ματίας» είπε με κομμένη την
ανάσα. «Πήγαινε να χτυπήσεις τον συναγερμό».
«Είσαι σίγουρη;» ρώτησε ο Ματίας. «Δεν υπάρχει
κανένας εδώ μέσα. Εξάλλου θα τον είχαν δει στις κά-
μερες οι σεκιούριτι του…» Ένιωσε κάτι στο πόδι του
και σκόνταψε. Έπεσε στο έδαφος με τα μούτρα.
«Οχ…» μούγκρισε σαν πληγωμένο ζώο. «Οχ…» Το κε-
φάλι του ήταν βαρύ κι ένιωθε πως όλα γύριζαν γύρω
του.
«Τι έγινε;» ρώτησε ανήσυχη η Φένια. «Σκόνταψες;»
«Όχι… όχι ακριβώς…» ψιθύρισε ο άντρας.
«Τότε τι;»
«Νομίζω ότι κάποιος μου έβαλε τρικλοποδιά!»
Η Φένια έτρεξε στα τυφλά προς την αίθουσα Κλιμτ.
Περνώντας δίπλα από ένα μεγάλο παράθυρο πρόσε-
ξε μια μικροσκοπική λάμψη πίσω απ’ τις βαριές, βε-
λούδινες κουρτίνες. Ήταν το φεγγάρι – και σήμερα
είχε πανσέληνο… Αυτό ήταν.
Τράβηξε τις κουρτίνες του παραθύρου, και του
επόμενου και του μεθεπόμενου, και με τη βοήθεια του
φεγγαριού κατάφερε να φωτίσει τον διάδρομο. Πίσω
της άκουγε τις κραυγές πόνου του συναδέλφου της
1,2,3 5,6,7,8,9,10,11,12,13,14,...17