20
«ΡΕ ΦΡΑΝΣΟΥΑ!». Όλοι σταμάτησαν και την κοίταξαν
έκπληκτοι. Κανένας δε φώναζε στο μουσείο. Ποτέ.
Και, το σημαντικότερο, ποτέ κανένας δεν είχε μιλή-
σει στον ενικό, με το μικρό του όνομα, στον περίφη-
μο διευθυντή του Λούβρου – πόσο μάλλον μια νεα-
ρότατη υπάλληλός του.
Ο άντρας σταμάτησε και την κοίταξε με συννεφια-
σμένο βλέμμα. Όσοι ήταν μπροστά κράτησαν την
αναπνοή τους γιατί ήξεραν πολύ καλά τι θα συνέβαι-
νε: Απόλυση! Οι παλιότεροι εκεί μέσα είχαν δει το
αφεντικό τους να απολύει ουρλιάζοντας δεκάδες
εργαζομένους, τους περισσότερους χωρίς κάποιον
σημαντικό λόγο.
Και πράγματι. Αυτό είχε σκοπό να πράξει και τώρα.
Άνοιξε το στόμα του για να πει τη λέξη: «Απολύε…».
«Δε γεννάει η γυναίκα σας ακόμη, κύριε διευθυ-
ντά. Αλλού σας χρειάζονται» τον πρόλαβε η Σαρλότ
χαμηλώνοντας τη φωνή της. «Στην αίθουσα της
Μό-
να Λίζα
».
«Της
Τζοκόντα
;» Η Τζοκόντα και η Μόνα Λίζα ήταν
το ίδιο πρόσωπο – ο ίδιος πίνακας. Ο παλιός διευθυ-
ντής του Λούβρου την έλεγε
Μόνα Λίζα
ενώ ο τωρι-
νός απαιτούσε απ’ όλους να τη λένε
Τζοκόντα
, άγνω-
στο γιατί.
«Ναι, της
Τζοκόντα
» διόρθωσε το λάθος της η
Σαρλότ. «Φαίνεται πως… υπάρχει κάποιο πρόβλη-
μα… Ο πίνακας… Πηγαίνετε και θα δείτε».
«Ο πίνακας τι;» ήταν η σειρά του ντε Μποτόν να
φωνάξει. «Ο πίνακας τι;»
1...,3,4,5,6,7,8,9,10,11,12 14,15,16,17