19
του μουσείου. Ο ντε Μποτόν είχε έρθει νωρίτερα σή-
μερα στο γραφείο του –απ’ τα άγρια χαράματα– κι
είχε τελειώσει όλες τις δουλειές του.
Σήμερα ήταν η σπουδαιότερη μέρα της ζωής του –
πιο σημαντική κι απ’ τη μέρα που ανέλαβε τη διεύ-
θυνση του μουσείου. Σήμερα ο Φρανσουά ντε Μπο-
τόν θα γινόταν πατέρας. Τι όμορφη σύμπτωση: το
πρώτο του παιδί, ένα –χωρίς αμφιβολία– γλυκύτατο
κοριτσάκι, θα γεννιόταν μέσα στις γιορτές των Χρι-
στουγέννων!
Κοίταξε ξανά έξω απ’ το παράθυρο, το αυτοκίνητο
με τον σοφέρ του που τον περίμενε, και άρχισε να
ανησυχεί. Η γυναίκα του θα γεννούσε από λεπτό σε
λεπτό, όμως γιατί δεν του είχε τηλεφωνήσει ακόμη
η πεθερά του για να είναι κι αυτός παρών; Μήπως
παρουσιάστηκε κάποιο πρόβλημα; Ή μήπως…
«Κύριε ντε Μποτόν!» ακούστηκε η λαχανιασμένη
φωνή της γραμματέα του. «Πρέπει να φύγετε!»
Ο Φρανσουά τινάχτηκε σαν ελατήριο, κουνώντας
κατά λάθος τον μοχλό της καρέκλας του που άρχισε
να στριφογυρίζει μ’ αυτόν πάνω της. «Ήρθε η ώρα;»
είπε και το πρόσωπό του έλαμψε. Άρπαξε το σακάκι
του και βγήκε απ’ το γραφείο. Η γραμματέας του
προσπαθούσε να τον προλάβει.
«Κύριε ντε Μποτόν» του είπε ευγενικά, αλλά αυ-
τός δεν της έδωσε σημασία, τρέχοντας σχεδόν προς
την έξοδο. «Κύριε ντε Μποτόν». Μάταια. Η μαντμα-
ζέλ Σαρλότ αποφάσισε πως μόνο ένας τρόπος υπήρ-
χε. Φούσκωσε τα πνευμόνια της με αέρα και φώναξε:
1...,2,3,4,5,6,7,8,9,10,11 13,14,15,16,17