10
τσέπη του ένα κέζεβουρστ – βιεννέζικο σάντουιτς με
λουκάνικο, κασέρι και κρεμμύδια.
«Το φαγητό σου μου έχει σπάσει τη μύτη από τότε
που ξεκινήσαμε – φά’ το επιτέλους» απάνησε η Φένια
με ένα νευρικό γελάκι. «Πέρα απ’ αυτό, πριν λίγο μύ-
ρισα… λάστιχο».
«Λάστιχο;»
«Ναι…Και τώρα το ακούω!» Με μια απότομη κίνηση
η Φένια άναψε τον φακό της. «Προς τα εκεί!» είπε κι
έδειξε τον μακρύ διάδρομο που οδηγούσε στην αί-
θουσα του Κλιμτ.
Ο Γκούσταφ Κλιμτ
ήταν ένας απ’ τους σπουδαιότε-
ρους ζωγράφους της Αυστρίας, και στα τέλη του 19ου
με αρχές του 20ού αιώνα μεγαλούργησε φτιάχνοντας
τους πίνακες που κρέμονταν σ’ αυτή την αίθουσα, στη
Βιέννη.
«Πώς μπορεί να μύρισες και να άκουσες λάστιχο;»
είπε λαχανιασμένος ο Ματίας τρέχοντας πίσω απ’ την
κοπέλα στον μακρύ σκοτεινό διάδρομο.
«Μύρισα λαστιχένια παπούτσια. Και τα άκουσα να
περπατούν! Γρήγορα!» Ο φακός της τρεμόπαιξε και η
δέσμη φωτός έγινε όλο και πιο ασθενής, μέχρι που
στο τέλος το σκοτάδι τους τύλιξε εντελώς. «Χάλασε
ο φακός μου» είπε εκνευρισμένη η Φένια. «Δώσε μου
τον δικό σου. Αμέσως, παρακαλώ».
«Δεν… δεν πήρα τον φακό μου…» είπε ο συνάδελ-
φός της κι έδειξε απολογητικά το μεγάλο σάντουιτς
στην τσέπη του. «Δεν είχα χώρο…»
«Κάποιος είναι εδώ μέσα!» φώναξε η κοπέλα και η
1,2 4,5,6,7,8,9,10,11,12,13,...17