Τ Ο Δ Ε Ι Π Ν Ο
17
ανθρώπων που κουβέντιαζαν ζωηρά γύρω μας. Χαιρόμουν που
είχα πατήσει πόδι και θα συναντούσαμε τους Λόμαν κατευθείαν
στο εστιατόριο. Νοερά έβλεπα τον Σερζ να μπαίνει από την πόρ-
τα, και με το χαμόγελό του να ενθαρρύνει τους απλούς ανθρώπους
εκεί μέσα να συνεχίσουν οπωσδήποτε ό,τι έκαναν και να μην του
δώσουν σημασία.
«Εσένα δεν σου είπε τίποτα;» ρώτησε η Κλερ. «Θέλω να πω,
εσείς οι δυο μιλάτε για πράγματα που μαζί μου δεν τα κουβεντιά-
ζει ο Μισέλ. Λες να πρόκειται για κανένα κορίτσι; Για κάτι που
θα εμπιστευόταν ευκολότερα σ’ εσένα;»
Τη στιγμή εκείνη άνοιξε η πόρτα της τουαλέτας και παραμε-
ρίζοντας βρεθήκαμε κολλημένοι σχεδόν ο ένας στον άλλο. Ένιω-
σα το ποτήρι της Κλερ να χτυπάει ελαφρά στο δικό μου.
«Λες να είναι κανένα κορίτσι;» ξαναρώτησε.
Μακάρι να ’τανε, σκέφτηκα άθελά μου. Κανένα κορίτσι…Θα
’ταν υπέροχο, υπέροχα φυσιολογικό, τα συνηθισμένα καμώματα
της εφηβείας. «Γίνεται να μείνει εδώ απόψε η Σαντάλ/ηΜέρελ/η
Ρόος;» «Το ξέρουν οι γονείς της; Αν οι γονείς της Σαντάλ/Μέρελ/
Ρόος δεν έχουν αντίρρηση, τότε δεν υπάρχει πρόβλημα. Φτάνει
να ’χεις τον νου σου… εννοώ να προσέξεις μη… εντάξει, καταλα-
βαίνεις, μάλλον δεν χρειάζεται πια να σου τα πω αυτά. Έτσι δεν
είναι; Ε, Μισέλ;»
Έρχονταν συχνά κορίτσια στο σπίτι, το ένα ομορφότερο από
το άλλο, κάθονταν στον καναπέ ή στο τραπέζι της κουζίνας και
με χαιρετούσαν ευγενικά όταν έμπαινα σπίτι. «Γεια σας, κύριε
Λόμαν». «Δεν χρειάζεται να με λες κύριο Λόμαν. Ούτε να μου
μιλάς στον πληθυντικό». Το γύριζαν τότε για λίγο στον ενικό και
στο «Πάουλ», αλλά μερικές μέρες αργότερα περνούσαν ξανά στον
πληθυντικό και στο «κύριε».
Καμιά φορά κάποια τηλεφωνούσε κι ενώ ρωτούσα αν μπορού-
σα να δώσω μήνυμα στον Μισέλ, έκλεινα τα μάτια μου σφιχτά