H E R M A N K O C H
12
Λόμαν, και το συγκεκριμένο είναι ένα απ’ αυτά. Ένα απ’ τα πολ-
λά, πρέπει να πω. Μπορεί να αναρωτιέσαι αν υπάρχει έστω κι ένα
εστιατόριο σ’ όλη τη χώρα όπου δεν θα τους έρθει κόλπος όταν
ακούσουν το όνομα Σερζ Λόμαν. Δεν παίρνει ο ίδιος, φυσικά.
Βάζει τη γραμματέα του ή κάποιον από τους στενούς του συνερ-
γάτες. «Μην ανησυχείς» μου είπε πριν από λίγες μέρες, όταν του
τηλεφώνησα. «Με ξέρουν εκεί, θα βρω τραπέζι». Είχα τολμήσει
απλώς να ρωτήσω μήπως θα ’ταν καλή ιδέα να τηλεφωνηθούμε
μην τυχόν δεν είχαν τραπέζι – και πού θα μπορούσαμε να πάμε
σ’ αυτή την περίπτωση. Από την άλλη άκρη της γραμμής ακού-
στηκε κάτι σαν οίκτος στη φωνή του, τον έβλεπα σχεδόν να κου-
νάει το κεφάλι του. Πρόκληση.
Ένα πράγμα υπήρχε απόψε που δεν το είχα καθόλου όρεξη.
Δεν ήθελα να είμαι μπροστά όταν ο ιδιοκτήτης ή ο υπεύθυνος του
ρεστοράν θα υποδεχόταν τον Σερζ Λόμαν σαν να ’ταν παλιοί γνώ-
ριμοι· να δω τις σερβιτόρες να τον οδηγούν στο καλύτερο τραπέ-
ζι δίπλα στην τζαμαρία προς τη μεριά του κήπου· και τον ίδιο τον
Σερζ να κάνει σαν όλα αυτά να μην ήταν τίποτα το σπουδαίο, σαν
μέσα του να παρέμενε πάντα ένα απλό παιδί και γι’ αυτό ένιωθε
άνετα κυρίως ανάμεσα σε άλλους απλούς ανθρώπους.
Γι’ αυτό και του είπα ότι θα συναντιόμασταν μέσα στο εστια-
τόριο κι όχι, όπως πρότεινε εκείνος, στο καφέ της γωνίας. Ήταν
ένα καφέ όπου επίσης μαζεύονταν πολλοί απλοί άνθρωποι. Κι ο
Σερζ Λόμαν θα έμπαινε εκεί μέσα, σαν απλό παιδί, μ’ ένα χαμό-
γελο που θα έλεγε ότι όλοι εκείνοι οι απλοί άνθρωποι έπρεπε να
συνεχίσουν την κουβέντα τους και να φέρονται σαν να μη βρι-
σκόταν αυτός εκεί – ε, ούτε αυτό είχα όρεξη να το δω απόψε.