H E R M A N K O C H
20
Πώς θα ’ταν άραγε αυτό το βράδυ, αν μόλις μιαν ώρα πριν
είχα καθίσει να περιμένω κάτω να ’ρθει η ώρα να φύγουμε για το
εστιατόριο, αντί ν’ ανέβω τα σκαλιά προς το δωμάτιο του Μισέλ;
Πώς θα ’ταν τότε η υπόλοιπη ζωή μας;
Η μυρωδιά της ευτυχίας που έφτανε τώρα από τα μαλλιά της
γυναίκας μου στα ρουθούνια μου θα θύμιζε ακόμη ευτυχία ή –όπως
τώρα– μια ανάμνηση από ένα μακρινό παρελθόν – σαν τη μυρωδιά
από κάτι που μπορείς να χάσεις από τη μια στιγμή στην άλλη;