14
Α Ν Α Σ Τ Α Σ Ι Α Κ Α Λ Λ Ι Ο Ν Τ Ζ Η
μούρης, χαβλού, γιατί αλλιώς έλιωνε το χαρτί και δεν μπο
ρούσε να γράφει. Στην αρχή κάθε σχολικής χρονιάς, οι κα
θηγητές έψαχναν την πετσέτα αυτή εξονυχιστικά, σαν να
πίστευαν ότι θα έβρισκαν τα μυστικά κι απόρρητα έγγραφα
του κράτους, αλλά στο τέλος, όταν μάλιστα έβλεπαν πόσο
καλή μαθήτρια ήταν, την άφηναν στην ησυχία της. Έμενε
μόνο αυτή η περιπαιχτική διάθεση για να της σπάει τα νεύρα.
Τέλος πάντων, το συνήθισε κι αυτό. Αυτό, όμως, που δεν
μπορούσε ποτέ να συνηθίσει ήταν η αποδοκιμασία στο βλέμ
μα του πατέρα της, κάθε φορά που του έλεγε πως δεν είχε
πάρει τουλάχιστον δεκαεφτά, στη χειρότερη περίπτωση, σε
κάποιο διαγώνισμα. Μια μόνιμη πηγή άγχους.
«Ας ελπίσουμε πως σήμερα θα γελάσει ο κάθε πικραμέ
νος...» σκέφτηκε λίγο χαιρέκακα η Χριστίνα. Και τότε, το
τηλέφωνο χτύπησε.
Τα ταμπούρλα της Δευτέρας Παρουσίας να χτυπούσαν,
αυτά που προμηνύουν τη συντέλεια του κόσμου, δεν θα την
έκαναν να πεταχτεί έτσι. Με ένα φοβερό σάλτο κάλυψε
μονομιάς τα δύο μέτρα που τη χώριζαν από την τηλεφωνική
συσκευή κι άρπαξε το ακουστικό, σαν απελπισμένος ναυαγός
που πιάνεται από μια σανίδα σωτηρίας καταμεσής στον ωκεα
νό. Τόση ήταν μάλιστα η ορμή της, ώστε παρέσυρε το τρα
πεζάκι όπου βρισκόταν το τηλέφωνο και το γκρέμισε. Την
ίδια στιγμή το τηλέφωνο άνοιξε στα δύο και πρόβαλαν κάτι
καλώδια και κάτι μεταλλικά πράγματα, που της έφεραν στο
μυαλό τα εντόσθια κάποιου εξωγήινου, μεταλλαγμένου κο
τόπουλου, μικρογραφία του Άλιεν. Παρ’ όλ’ αυτά, το τηλέ
φωνο εξακολούθησε να χτυπά.