Μη μου λες αντίο - page 3

9
Η
ΩΡΑΣΤΗΝΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗ
της Αθήνας κόντευε πια πέντε
το απόγευμα. Η Χριστίνα Σακάρη κοιτούσε το τηλέφωνο
τόσο έντονα, που στο τέλος πίστεψε ότι θα το έσπαγε με τη
σκέψη.
«Χτύπα, γαμώτο σου, χτύπα!» σκέφτηκε φωναχτά. «Ψυ­
χραιμία, Χρι, με το μαλακό...» είπε μετά από μέσα της. «Ό,τι
είναι να γίνει θα γίνει». Σηκώθηκε από την πολυθρόνα που
καθόταν επί δύο ολόκληρες ώρες, χωρίς διακοπή, και πλη­
σίασε το παράθυρο.Ήταν ακόμη καλοκαίρι,
14
Σεπτεμβρίου,
κι ο ήλιος βρισκόταν ψηλά. Κοίταξε τη θέα έξω από το πα­
ράθυρο. Αυτή τη θέα, όποτε και να την κοιτούσε, δεν μπο­
ρούσε να τη χορτάσει. Το σπίτι της ήταν χτισμένο στους
πρόποδες του Υμηττού κι αποκεί η θέα ήταν απεριόριστη
και συναρπαστική. Μπορούσε να δει μέχρι την Αίγινα, ενώ
από το απέναντι παράθυρο το μάτι έφτανε μέχρι την Ακρό­
πολη, τον Λυκαβηττό, ακόμα και μέχρι την Πάρνηθα. Πά­
ντοτε, ό,τι κι αν την απασχολούσε, αυτά τα παράθυρα ήταν
το καταφύγιό της. Η θέα αυτή την ηρεμούσε, την παρηγο­
ρούσε. Αλλά όχι απόψε.
«Θεούλη μου, κάνε να χτυπήσει το τηλέφωνο επιτέλους,
να είναι η Ρούλα και να μου πει ότι τα αποτελέσματα βγή­
καν...» σκέφτηκε η Χριστίνα κι άθελά της της ξέφυγε ένας
αναστεναγμός. Ένιωθε σαν να καθόταν σε αναμμένα κάρ­
βουνα. Η σημερινή μέρα ήταν ίσως η σημαντικότερη της
ζωής της, έτσι τουλάχιστον την έβλεπε εκείνη. Επιτέλους,
1,2 4,5,6,7,8,9,10,11,12
Powered by FlippingBook