Μη μου λες αντίο - page 11

17
ΜΗ ΜΟ Υ Λ Ε Σ Α Ν Τ Ι Ο
εσύ, κουκλί μου, τι δώρο θα σου κάνω!» σκέφτηκε η Χριστί­
να κι ένιωσε ένα κάψιμο στο στέρνο. Ήταν πια δεκαοχτώ
χρονών γυναίκα. Ήταν πια καιρός.
Και τότε, το μισοδιαλυμένο τηλέφωνο ξαναχτύπησε. Τέρ­
μα οι τούμπες και τα σάλτα. Αυτή τη φορά μπορεί να ήταν
η θεία η Θανασία για να της πει να ενημερώσει τη μάνα της
ότι ο χασάπης έφερε φρέσκια μοσχαροκεφαλή. Ή μπορεί
να ήταν καμιά ενοχλητική πωλήτρια από κάποια εταιρεία
μάρκετινγκ. Ή μπορεί να ήταν ο μάστορας που είχε φωνά­
ξει ο πατέρας της για να εκκενώσει τον βόθρο που βούλωσε.
Ή μπορεί... Πήρε μια βαθιά ανάσα και...
«Ναι;»
«Ρούλα, εδώ. Κρατήσου, μαλάκα.
ΒΓΗΚΑΝ
!!! Μου τηλε­
φώνησε ο Κουτρουμπός. Όπου να ’ναι θα τα αναρτήσει ο
λυκειάρχης».
«Βάλε φτερά και τρέξε να με πάρεις.
ΤΡΕΞΕ
!!!»
Η Χριστίνα έκλεισε ορμητικά το εξωγήινο κοτόπουλο,
που ήταν κάποτε τηλέφωνο, κι έτρεξε σαν σίφουνας κάτω,
στο πρώτο πάτωμα του διώροφου σπιτιού της.
1...,2,3,4,5,6,7,8,9,10 12
Powered by FlippingBook