Ο λυτρωτής - page 9

[ 17 ]
τα χείλη του να σχηματίζουν μια λέξη. Δεν κατάλαβε τι της έλεγε,
αλλά την έπιασε νευρικό γέλιο. Ήταν τρελός! Κι εκείνη ήταν… Τι
ήταν εκείνη; Τρελή κι αυτή. Τρελή. Και ερωτευμένη μήπως; Ναι,
ερωτευμένη, αυτό ακριβώς. Όμως όχι όπως στα δώδεκα ή στα δε-
κατρία της. Τώρα ήταν δεκατεσσάρων κι αυτό ήταν πιο μεγάλο. Πιο
σπουδαίο. Και πιο συναρπαστικό.
Ένιωσε πάλι το γέλιο να φουσκώνει σαν κύμα μέσα της έτσι
όπως ήταν ακίνητη πάνω στο στρώμα και προσπαθούσε να δει τα
αστέρια μέσα από τη σκεπή.
Κάτωαπό το παράθυρο, η θεία Σάρα μούγκρισε σιγανά και μετά
σταμάτησε να ροχαλίζει. Απέξω ακούστηκε ένα στριγκό κρώξιμο.
Κουκουβάγια;
Ήθελε να πάει στην τουαλέτα.
Δεν είχε καμιά όρεξη να βγει έξω, αλλά δεν γινόταν αλλιώς. Θα
έπρεπε ναδιασχίσει εκείνη την έκτασημε τοψηλό, νοτισμένο χορτάρι
μετά τον αχυρώνα, που τώραήταν θεοσκότεινος και φάνταζε εντελώς
άλλο πράγμα μέσα στη νύχτα. Έκλεισε τα μάτια, αλλά μάταια. Τελικά
γλίστρησε αθόρυβααπό τον υπνόσακο, φόρεσε ένα ζευγάρι σαγιονά-
ρες και έφτασε ως την πόρτα πατώντας στις μύτες των ποδιών της.
Στον ουρανό έλαμπαν μόνο λίγα αστέρια. Σύντομα θα χάνο-
νταν κι αυτά όταν θα χάραζε η μέρα στην ανατολή, σε μία ώρα το
αργότερο. Ο κρύος αέρας χάιδευε το δέρμα της καθώς διέσχιζε
γρήγορα το λιβάδι και αφουγκραζόταν τους ήχους της νύχτας.
Έντομα που τη μέρα σώπαιναν; Ζώα που είχαν βγει στο κυνήγι; Ο
Ρίκαρντ έλεγε ότι είχε δει αλεπούδες πέρα στο δασάκι. Ίσως. Δεν
αποκλείεται να ήταν τα ίδια ζώα που εμφανίζονταν και τη μέρα, αλ-
λά τη νύχτα ακούγονταν διαφορετικά. Άλλαζαν. Άλλαζαν δέρμα
όπως τα φίδια, ποιος ξέρει;
1,2,3,4,5,6,7,8 10,11,12
Powered by FlippingBook