Ο λυτρωτής - page 8

[ 16 ]
Ο Ρόμπερτ την κοίταξε ξανά μ’εκείνο το κατεργάρικο ύφος του,
σάμπως να γνώριζε κάτι γι’ αυτήν που η ίδια δεν το είχε καταλάβει
ακόμη. Ανταπέδωσε τη ματιά του και ακούμπησε πίσω βάζοντας
στήριγμα τους αγκώνες της.
«Να σου δείξω για πού είναι» είπε το αγόρι και ξαφνικά το χέρι
του τρύπωσε κάτω απ’ το φόρεμά της. Ένιωσε τη σκληρή ρίζα στη
μέσα πλευρά του μηρού της και, πριν προλάβει να κλείσει τα πόδια,
το αισχρό ξύλο είχε αγγίξει το κιλοτάκι της. Ένιωσε την ανάσα του
Ρόμπερτ καυτή στον λαιμό της.
«Μη!» του ψιθύρισε.
«Για σένα το έφτιαξα» επέμεινε εκείνος βραχνά.
«Σταμάτα. Δεν θέλω».
«Λες όχι; Σ’ εμένα;»
Της κόπηκε η ανάσα και ούτε που μπόρεσε να του απαντήσει ή
να τσιρίξει, γιατί την ίδια στιγμή άκουσαν απ’την πόρτα του αχυρώ-
να τη φωνή του Γιον. «Ρόμπερτ! Όχι, Ρόμπερτ!»
Τον ένιωσε να χαλαρώνει απότομα, να την αφήνει. Η πελεκημέ-
νη ρίζα έμεινε ανάμεσα στα πόδια της καθώς το χέρι του τραβήχτη-
κε από το φουστάνι της.
«Έλα εδώ!» είπε ο Γιον σαν να πρόσταζε έναν ανυπάκουο σκύλο.
Ο Ρόμπερτ χασκογέλασε, σηκώθηκε από τον σανό, της έκλεισε
το μάτι και έτρεξε προς τον ήλιο και τον αδερφό του.
Ανακάθισε τινάζοντας άχυρα από τα ρούχα της. Ένιωθε ανακού-
φιση και ντροπή ταυτόχρονα. Ανακούφιση γιατί ο Γιον είχε χαλάσει
το χαζό παιχνίδι τους. Και ντροπή γιατί εκείνος φάνηκε να νομίζει ότι
ήταν κάτι παραπάνω απ’αυτό που ήταν: ένα χαζό παιχνίδι.
Αργότερα, στην προσευχή πριν από το δείπνο, σηκώνοντας το
κεφάλι βρέθηκε να κοιτάζει τα καστανά μάτια του Ρόμπερτ και είδε
1,2,3,4,5,6,7 9,10,11,12
Powered by FlippingBook