Ο λυτρωτής - page 11

[ 19 ]
της και τότε τράβηξε τον σύρτη και άνοιξε την πόρτα. Μια μαύρη
φιγούρα γέμιζε σχεδόν ολόκληρο το άνοιγμα. Αυτός πρέπει να στε-
κόταν και να περίμενε ακίνητος στο πέτρινο σκαλοπάτι. Την επόμε-
νη στιγμή βρέθηκε πεσμένη ανάσκελα πάνω στη λεκάνη, με τα
πόδια ανοιχτά, κι εκείνος όρθιος από πάνω της. Έκλεισε την πόρτα
πίσω του.
«Εσύ;» τον ρώτησε.
«Εγώ» αποκρίθηκε αυτός με αγνώριστη, τρεμάμενη, βραχνή
φωνή.
Και έπεσε πάνω της. Τα μάτια του γυάλιζαν στο σκοτάδι καθώς
δάγκωσε το κάτω χείλος της τόσο δυνατά, ώστε το μάτωσε, ενώ το
χέρι του χώθηκε κάτω από το νυχτικό σκίζοντας το κιλοτάκι της.
Έμεινε ακίνητη, παραλυμένη από τον φόβο, με τη μύτη ενός μαχαι-
ριού να αγκυλώνει το δέρμα στο πλάι του λαιμού της, ενώ εκείνος
άρχισε να καρφώνει τους λαγόνες του μέσα της, πριν κατεβάσει
καν το παντελόνι του, γρήγορα, δυνατά, σαν σκυλί που ζευγαρώνει.
«Μια λέξη να βγάλεις και σ’ έσφαξα» της ψιθύρισε.
Κι έτσι, λέξη δεν βγήκε από το στόμα της. Γιατί ήταν δεκατεσ-
σάρων χρόνων και ήξερε ότι, αν έκλεινε σφιχτά τα μάτια και συ-
γκεντρωνόταν, θα μπορούσε να δει τα αστέρια μέσα από τη σκε-
πή. Ο Θεός είχε τη δύναμη να κάνει τέτοια πράγματα. Αν ήταν θέ-
λημά Του.
1...,2,3,4,5,6,7,8,9,10 12
Powered by FlippingBook