Ο λυτρωτής - page 7

[ 15 ]
Βγήκε απότομα από τις σκέψεις της όταν ο Ρόμπερτ έπιασε το
χέρι της και έβαλε κάτι στη χούφτα της. «Μόλις τελειώσει ο υποψή-
φιος στρατηγός, έλα στον αχυρώνα. Έχω να σου δείξω κάτι» της
είπε κι αμέσως μετά έφυγε.
Εκείνη άνοιξε τη χούφτα της και λίγο έλειψε να τσιρίξει. Πέταξε
στο χορτάρι αυτό που κρατούσε κλείνοντας ταυτόχρονα με το άλ-
λο χέρι το στόμα της. Ήταν μια αγριομέλισσα. Σάλευε ακόμη και ας
μην είχε ούτε φτερά ούτε πόδια.
Όταν τελείωσε επιτέλους η ομιλία του Ρίκαρντ, έμεινε λίγο και
περίμενε παρακολουθώντας τους γονείς της και τους γονείς του
Γιον και του Ρόμπερτ να κατευθύνονται προς τα τραπέζια όπου
σερβιριζόταν ο καφές. Στις ενορίες τους στο Όσλο και οι δύο οικο-
γένειες ήταν από εκείνες που οι άνθρωποι του Στρατού Σωτηρίας
αποκαλούσαν «δυνατές φαμίλιες» και ήξερε ότι δεν έπρεπε να δίνει
δικαιώματα.
Κατευθύνθηκε προς την υπαίθρια τουαλέτα, αλλά με το που
έστριψε τη γωνία, άλλαξε κατεύθυνση και έτρεξε προς τον αχυρώνα.
«Ξέρεις τι είναι αυτό;» ρώτησε ο Ρόμπερτ με μάτια γελαστά και
με μια βαθιά φωνή, που δεν την είχε το περσινό καλοκαίρι.
Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα στον σανό και πελεκούσε μια χο-
ντρή ρίζα δέντρου με εκείνον τον σουγιά που κουβαλούσε πάντα
χωμένο στη ζώνη του.
Έπειτα σήκωσε ψηλά το ξύλο κι αυτή κατάλαβε αμέσως τι παρί-
στανε. Είχε δει ζωγραφιές, ήξερε. Ευχήθηκε μόνο να ήταν αρκετά
σκοτεινά και να μη διέκρινε το αγόρι πως τα μάγουλά της έγιναν
πάλι κατακόκκινα.
«Όχι, δεν ξέρω» του είπε ψέματα και κάθισε δίπλα του πάνω
στον σανό.
1,2,3,4,5,6 8,9,10,11,12
Powered by FlippingBook