Ξ Ο Φ Λ Η Μ Ε Ν Ο Σ
13
Ο Γκίλμουρ έκλεισε λίγο τα μάτια, μπήκε μέσα, έσκυψε και
ανέσυρε ένα ρολόι τσέπης με αλυσίδα.
«Μάλλον το είχε στην τσέπη του» είπε και έδωσε το ελεύ-
θερο χέρι του στον Ρέμπους για να τον βοηθήσει να βγει από
τον λάκκο.
Είχαν ήδη κλείσει το καπάκι στο καινούργιο φέρετρο και
το έβαζαν στο φορτηγάκι.
«Πού θα καταλήξει;» ρώτησε ο Ρέμπους.
Ο Γκίλμουρ σήκωσε τους ώμους.
«Όχι κάπου χειρότερα αποδώ» ήταν η απάντησή του ενώ
αντιγύριζε τη μελαγχολική ματιά που του έριξε ένας κατάδικος
από ένα παράθυρο του δεύτερου ορόφου.
«Δεν μπορώ να διαφωνήσω» είπε ο Ρέμπους.
Είχαν βάλει πάλι μπρος τη μηχανή του εκσκαφέα. Υπήρχε
ένας λάκκος που έπρεπε να κλείσει.
Σε μια παμπ κοντά στον σταθμό τρένων Χέιμαρκετ ο Γκίλμουρ
παρήγγειλε ιρλανδέζικους καφέδες. Ο καφές ήταν στιγμιαίος
και η κρέμα γάλακτος μακράς διαρκείας, αλλά ένα εξτρά
σφηνάκι «Πέρδικας» σε κάθε κούπα θα την έκανε τη δουλειά.
Δεν υπήρχε φωτιά, ενώ οι σωλήνες του καλοριφέρ σφύριζαν
κάτω από τα καθίσματα στον πάγκο, κι έτσι κάθισαν πλάι
πλάι και άρχισαν να ρουφούν με θόρυβο τον καφέ τους. Ο
Ρέμπους είχε ανάψει τσιγάρο και ένιωθε το πρόσωπό του
ολόκληρο να μυρμηγκιάζει καθώς είχε αρχίσει να ξεπαγώνει.
«Θύμισέ μου» είπε τελικά. «Τι διάολο έγινε μόλις τώρα;»
«Έτσι το έκαναν τα παλιά χρόνια» απάντησε ο Γκίλμουρ.
«Όταν σε κρέμαγαν, σε έχωναν σε τάφο μέσα στον χώρο της
φυλακής. Ο Τζόζεφ Μπλέι σκότωσε κάποιον που του χρωστού-
σε χρήματα. Πήγε στο σπίτι του και τον μαχαίρωσε. Κρίθηκε
ένοχος και τον έστειλαν στην κρεμάλα».
«Και αυτό έγινε το ’
63
;»
Ο Γκίλμουρ ένευσε: