11
Ξοφλημένος
«
Π
ιο κρύο και από φιλί της πρώην» ψέλλισε ο επιθεωρη-
τής Στέφαν Γκίλμουρ ενώ σβάρνιζε τα πόδια και έτρι-
βε τα χέρια του.
«Και πού να ξέρω εγώ;» απάντησε ο Ρέμπους.
Τα δικά του χέρια ήταν χωμένα βαθιά στις τσέπες του
παλτού του. Τρεις το μεσημέρι, χειμώνας, και τα φώτα στο
προαύλιο της φυλακής ήταν ήδη αναμμένα. Ώρες ώρες εμφα-
νίζονταν πρόσωπα ανάμεσα στα κάγκελα των παραθύρων, που
τα συνόδευαν περίεργα βλέμματα και χειρονομίες. Ο μηχανι-
κός εκσκαφέας σημείωνε πολύ αργή πρόοδο, ενώ παραδίπλα
στεκόντουσαν εργάτες με αξίνες έτοιμοι να αναλάβουν κι
εκείνοι με τη σειρά τους.
«Ξεχνάω συνέχεια ότι είσαι ακόμη παντρεμένος» σχολίασε
ο Γκίλμουρ. «Για χάρη της κόρης σας, ε;»
Ο Ρέμπους τού έριξε ένα απειλητικό βλέμμα αλλά ο Γκίλ-
μουρ είχε ήδη στρέψει την προσοχή του στον ανώνυμο τάφο.
Βρίσκονταν σε μια αχρησιμοποίητη γωνιά των Φυλακών Σόχτον
της Αυτού Μεγαλειότητος, κοντά στα τείχη που υψώνονταν
κατακόρυφα. Οι φρουροί που τους είχαν φέρει σε αυτό το
σημείο εξαφανίστηκαν πάλι γρήγορα στο εσωτερικό των φυ-
λακών. Αντί για νεκροφόρα ο νεκροθάφτης είχε φέρει ένα
σκουριασμένο ανοιχτό μπλε φορτηγάκι. Είχε βάλει μέσα ένα
φτηνό, απλό φέρετρο, εφόσον κανείς δεν φανταζόταν ότι θα
είχε μείνει τίποτε από το παλιό. Ο Τζόζεφ Μπλέι είχε κρεμα-
στεί είκοσι χρόνια πριν, ούτε σαράντα πέντε μέτρα από το
σημείο όπου βρισκόντουσαν τώρα, ένας από τους τελευταίους