Υπεράνω του νόμου - page 5

[ 16 ]
την τελευταία φορά που την είχε δει, τότε που ήταν ένα νευρικό,
δύσκολο δεκαπεντάχρονο που δεν του μιλούσε. Τώρα διέσχιζε την
οδόΝτε Πον από ταανατολικάπρος ταδυτικά, κρατώντας στα χέρια
της ροζ πλαστικές σακούλες μεψώνια. Φορούσε χαμηλοκάβαλο τζιν
μέχρι τον αστράγαλο κι απόπάνωένα κοντό, λευκό, αμάνικομπλου-
ζάκι που άφηνε την κοιλιά της ακάλυπτη, σε κοινή θέα. Έτσι ήταν η
μόδα, αν και λίγα κορίτσια είχαν το σώμα να το υποστηρίξουν. Η
Κίρστι ήταν ένα απ’αυτά. Ήταν ψηλή, σαν τον πατέρα της, με τετρά-
γωνες πλάτες και καλλίγραμμα, μακριά πόδια. Είχε επίσης μακριά
μαλλιά, πάλι σαν τον πατέρα της, αλλά όχι μαζεμένα αλογοουρά
όπως εκείνος. Ήταν πλούσια και καστανά όπως της μάνας της και
ανέμιζαν πίσω της στο ζεστό αεράκι, σαν σημαία ανεξαρτησίας.
ΟΈνζοάφησε μερικάνομίσματαμε θόρυβοστο τραπέζι και έτρε-
ξε στον δρόμο να την προλάβει. Την πέτυχε τη στιγμή που προσπα-
θούσε ναβάλει τον κωδικό, ισορροπώντας ταυτόχρονα τις σακούλες.
«Στάσου, ναπάρωεγώμία» είπε, την ίδιαστιγμήπουακούστηκε ένας
ηλεκτρονικός ήχος, σημαίνοντας ότι η πόρτα είχε ανοίξει, κι εκείνη
την έσπρωξε με το πόδι της. Γύρισε ξαφνιασμένη. Μπορεί να ήταν η
αναπάντεχη σκοτσέζικη προφορά στην καρδιά του Παρισιού ή η
παράξενη οικειότητα αυτού του ξένου άντρα, ωστόσο της πήρε με-
ρικές στιγμές νασυνειδητοποιήσει ποιος ήταν. Και μέχρι να τοσυνει-
δητοποιήσει, ο Ένζο είχε πάρει τις σακούλες από τα χέρια της και της
κρατούσε την πόρτα για να περάσει. Το πρόσωπό της αναψοκοκκί-
νισε από τη σύγχυση και την αμηχανία.Τον παραμέρισε, μπαίνοντας
σε έναν διάδρομο που οδηγούσε στην εσωτερική αυλή. Ο χρόνος
που χρειάστηκε για να κάνει κάτι τόσο απλό ήταν αρκετός για να
προλάβει να του θυμώσει. «Τι θέλεις;» σφύριξε, κρατώντας χαμηλά
τον τόνο της φωνής της σαν να φοβόταν ότι θα τους ακούσουν.
1,2,3,4 6,7,8,9,10,11,12
Powered by FlippingBook