[ 15 ]
«Επειδήεκείνησεμισεί. Πώς θαμπορούσανασυμπαθήσωκάποια
πουσεμισεί;»Έπειταπήρε την κιθάρααπό τηναγκαλιά του, τηνακού-
μπησε στο περβάζι και γλίστρησε στο κάθισμα δίπλα στον πατέρα
της, γέρνοντας το κεφάλι της στο στήθος του. «Σ’αγαπώ, μπαμπά».
Ο Ένζο βρήκε την πολυκατοικία αρκετά γρήγορα. Το 19Β, στη δυτι-
κή πλευρά του δρόμου, δίπλα στο οπωροπωλείο Λε Μαρσέ ντεζ Ιλ.
Δεν είχε ιδέα ποιος ήταν ο κωδικός για να μπει στην αυλή. Θα μπο-
ρούσε να χτυπήσει στη θυρωρό, αλλά τι θα της έλεγε; Ότι η κόρη
του έμενε εκεί, στο τελευταίο πάτωμα; Κι αν η θυρωρός τον πήγαινε
επάνω, τι θα της έλεγε σε περίπτωση που η Κίρστι τού έκλεινε την
πόρτα κατάμουτρα;
Έτσι, έφαγε μεσημεριανό στο μπιστρό Λ’ Ιλό Βας, στη γωνία της
οδού Σεν Λουί, μόνος του δίπλα στην τζαμαρία, παρατηρώντας τα
πρόσωπα των ανθρώπων που περνούσαν και το φως του ήλιου που
έπεφτε λοξάανάμεσασταψηλάπαλιάκτίριαπουκάποια είχανπαρά-
ξενηκλίση. Έμεινε εκεί ώσπου το εστιατόριοάδειασε κι οσερβιτόρος
περιφερότανανυπόμονα, περιμένοντας ναπληρωθεί γιανασχολάσει.
Στο τέλος, ο Ένζο πλήρωσε τον λογαριασμό και διέσχισε τον δρόμο
πηγαίνονταςπρος τομπαρΛουί Θ΄. Κάθισεσε ένατραπέζι δίπλαστην
πόρτα και λιβάνιζε μια μπίρα κοντά δυο ώρες. Κι άλλοι άνθρωποι
πέρασαν.Κιάλληώρα.Οήλιοςάρχισεναχτυπάειπιολοξά,γλιστρώντας
χαμηλάστον ουρανόόσοπλησίαζε απόγευμα. Και ακόμηπερνούσαν
τουρίστες που ίδρωναν στη ζέστη του Ιουλίου, ΙΧ και ταξί που εκτό-
ξευαν ταμολυσμένατουςαέριαστηνπαλλόμενηατμόσφαιρα, καθώς
μια μεγάλη παριζιάνικη καλοκαιρινή μέρα όδευε προς το τέλος της.
Τότε την είδε, και παρότι την περίμενε τόσες ώρες, ένιωσε σαν
να ’χε φάει γροθιά στο στομάχι. Είχαν περάσει δώδεκα χρόνια από