Υπεράνω του νόμου - page 3

[ 14 ]
μές, ο Ένζο ένιωθε ότι απείχε μόλις μιαν ανάσα από τις απαρχές της
ανθρώπινης ιστορίας. Με την πλάτη της πολυθρόνας του ριγμένη
προς τα πίσω, δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο, και την κιθάρα του πά-
νωστοστήθος, κοίταζε το ταβάνι και γλιστρούσε τομεταλλικόσλάιντ
κατά μήκος της ταστιέρας, κάνοντας τις χορδές να σιγοκλαίνε και να
του θυμίζουν τη θλίψη ενός όχι και τόσο μακρινού παρελθόντος. Αν
έφευγε για Παρίσι την επομένη, θα έχανε την έναρξη του ετήσιου
φεστιβάλ μπλουζ της Καόρ.
Τα σανίδια στον διάδρομο έτριξαν. «Μπαμπά;»
Γύρισε και είδε τη Σοφί, με το νυχτικό της, να στέκεται στο κατώ-
φλι, και αναγκάστηκε να ανοιγοκλείσει τα μάτια του για να διώξει τα
απρόσμενα δάκρυά του, καθώς μερικές φορές εκπλησσόταν κι ο
ίδιος από το πόσο την αγαπούσε. «Θα ’πρεπε να κοιμάσαι, Σοφί».
«Πήγαινε για ύπνο, μπαμπά. Είναι αργά» είπε εκείνη χαμηλόφω-
να. Πάντα του μιλούσε αγγλικά όταν ήταν οι δυο τους. Αγγλικά με
μια παράξενα αταίριαστη σκοτσέζικη προφορά, σαν το γλυκό άρω-
μα τουουίσκι πουκουβαλάει ο ζεστός αέρας τις καλοκαιρινές νύχτες.
Διέσχισε αθόρυβα το σαλόνι και κούρνιασε στο μπράτσο της πολυ-
θρόνας. Ο Ένζο αισθάνθηκε τη ζεστασιά της.
«Έλα μαζί μου στο Παρίσι».
«Γιατί;»
«Για να γνωρίσεις την αδελφή σου».
«Δεν έχω αδελφή» είπε εκείνη. Ο τόνος της δεν έκρυβε πικρία.
Ήταν απλώς μια ψυχρή δήλωση της πραγματικότητας όπως την
αντιλαμβανόταν η ίδια.
«Κόρη μου είναι, Σοφί».
«Τη μισώ».
«Πώς γίνεται να τη μισείς; Δεν την έχεις συναντήσει ποτέ».
1,2 4,5,6,7,8,9,10,11,12
Powered by FlippingBook