Το πιο μακρύ ταξίδι - page 5

11
T O Π Ι Ο Μ Α Κ Ρ Υ Τ Α Ξ Ι Δ Ι
θησαν το άναμμα των φαναριών που τους ενεθύμιζαν
παλαιάς καλάς ημέρας.
Έκλεισε την εφημερίδα κι αναρωτήθηκε: Τι μπορεί
να κάνουν τα αναμμένα φανάρια και η «Αμυγδαλιά» του
Δροσίνη; Μπορούν αυτά να σώσουν την παλιά Αθήνα;
Θα μείνουμε λίγοι, νοσταλγοί κι ονειροπόλοι, να θρη-
νούμε σαν τελευταίοι προσκυνητές τον χαμό αυτής της
παλιάς πόλης που τη ζήσαμε και την αγαπήσαμε.
Παραδίπλα μια παρέα ανδρών παρακολουθούσε με
θρησκευτική κατάνυξη το κόψιμο των χαρτιών. «Με τα
τουλούμια ρίχνει. Λες κι άνοιξαν οι καταρράκτες τ’ ου-
ρανού» σχολίασε ο Θανάσης σερβίροντάς του ο ίδιος τον
καφέ με το νερό. Εκείνος σήκωσε το βλέμμα, του έριξε
μια αδιάφορη ματιά και σαν να μην τον άκουσε συνέχισε
να αναπολεί φέρνοντας στον νου όμορφες εικόνες του
παρελθόντος.
«Ρε Θωμά, είσαι για μια παρτίδα;» ακούστηκε ο ρά-
φτης που έκλεισε το μαγαζί ως συνήθως κι έπινε χαλαρά
τον καφέ του στο διπλανό τραπέζι.
«Γιατί με προκαλείς, ρε φίλε, θέλεις να σ’ τις σβουρίξω
πάλι, δεν χόρτασες τις προάλλες;» απάντησε ο μπακάλης,
που δεν έχανε μέρα απ’ τον καφενέ.
«Δεν πα ν’ ανοίξετε τα μαγαζιά σας, λέω εγώ; Θα σας
γυρεύουν οι πελάτες» φώναξε κάποιος από το αντικρινό
τραπέζι.
«Σιγά τους πελάτες!!!» απάντησαν κι οι δυο μ’ ένα
στόμα.
«Με τη βροχή μαζεύτηκαν όλοι μέσα σαν τα σαλιγκά-
ρια» συμπλήρωσε ο παραγιός.
1,2,3,4 6,7,8,9,10,11,12,13,14,15,...16
Powered by FlippingBook