Το πιο μακρύ ταξίδι - page 14

20
Μ Α Ι Ρ Η Μ Α Γ Ο Υ Λ Α
του; Παρατηρούσε τη ματιά της και ένιωθε ότι κάπου
τον υποτιμούσε. Ίσως γιατί δεν είχε τη δική της μόρφω-
ση, ίσως γιατί δεν είχε καταφέρει να ζούνε όπως εκείνη
ζούσε στα παιδικά της χρόνια. Μα αυτό που πιο πολύ
τον βασάνιζε ήταν εκείνο το ανικανοποίητο που διέκρι-
νε στο βλέμμα της. Κάπως φευγάτη, κάπως περίεργη.
Πού την έχανες, πού την έβρισκες όλο πίσω από το πα-
ράθυρο. Άσε κάτι περίεργα που του ζητούσε κάθε τόσο.
«Έλα, Μίμη μου, ν’ ανεβούμε στην Ακρόπολη να δούμε
το φεγγάρι! Πανσέληνο έχει απόψε!» Άκου να σκαρφα-
λώσουν στις πέτρες για να δούνε το φεγγάρι…
Ξέφυγε από το αγκάλιασμά της και τράβηξε απότομα
την καρέκλα. Σηκώθηκε και έριξε μια ματιά στον δρόμο
από το παράθυρο. ΟΑνδρέας Δροσινός περνούσε εκείνη
την ώρα από την Αφροδίτης, ατάραχος, λες και δεν τον
άγγιζαν το κρύο και η βροχή που έπεφτε ακατάπαυστα.
Για μια στιγμή τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν. Κά-
τι φώτισε τη ματιά του, λες και είχε βρει ξαφνικά τη
λύση στο πρόβλημα που τον βασάνιζε από μέρες. Γύρισε
στη γυναίκα του και με όσο πιο φυσικό τρόπο μπορούσε
τη ρώτησε:
«Αλήθεια, τι γνώμη έχεις για τον Δροσινό;».
«Τον Δροσινό; Τι γνώμη να έχω για έναν άνθρωπο
που ελάχιστα γνωρίζω;»
«Ε βρε Μαρία, μια γειτονιά είμαστε, όλοι ξέρουμε
ποιος είναι ο διπλανός μας, κι ο Δροσινός δεν είναι τυ-
χαίος, άλλωστε τον έχω δει πώς σε γλυκοκοιτάζει…»
«Ωχ όρεξη έχεις, άντρα μου! Πότε τον είδες να με
1...,4,5,6,7,8,9,10,11,12,13 15,16
Powered by FlippingBook