Πλακιώτες και Αναφιώτες
Α
ν και όλα έδειχναν ότι θα ακολουθούσε μια ηλιόλου-
στη μέρα, σε λιγότερο από δυο ώρες, σκοτεινά σύν-
νεφα σκέπασαν τον αττικό ουρανό και δεν άργησαν να
στραγγίξουν το νερό που κουβαλούσαν στα πλακιώτικα
στενά. Ξαφνικά, ομπρέλες διαφόρων μεγεθών άνοιξαν
και κόσμος έτρεχε βιαστικά πάνω κάτω, ενώ μικροί χεί-
μαρροι στις άκρες των στενών δρόμων κυλούσαν παρα-
σύροντας πέτρες και σκουπίδια που είχαν μαζευτεί απ’
το βράδυ. ΟΑνδρέας Δροσινός, αφού πέρασε αγέρωχος
την οδό Αφροδίτης, έστριψε στην Αδριανού και τινάζο-
ντας τη βροχή από το πέτο του μπήκε χωρίς δεύτερη
σκέψη στο καφενείο του Θανάση. Δεν ήταν από τα μέρη
που σύχναζε, αλλά η βροχή δεν του άφηνε πολλά περι-
θώρια επιλογής.
Κλείνοντας την πόρτα, έβαλε το ένα χέρι πίσω στη
μέση, κίνηση που του έδωσε ύφος βαρυσήμαντο, προχώ-
ρησε στο βάθος και κάθισε κατευθείαν στο τελευταίο
τραπέζι παίρνοντας στα χέρια την
Αθηναϊκή
της ημέρας.
Ήταν Παρασκευή
13
Φεβρουαρίου
1953
.
«Παιδιά, ο πρύτανης!» πρόλαβε ν’ ακούσει το ειρωνικό
σχόλιο κάποιου, μα δεν έδωσε σημασία, το είχε συνηθίσει.
Άντρας όμορφος, ψηλός, με φαρδιούς ώμους, ίσια πλάτη,
9