[ 12 ]
τος. O άντρας της δεν µπόρεσε να µην σκεφτεί: Ένα λεπτό πριν ή
µετά και µπορεί να µην ακούγαµε τίποτα, µπορεί να ήµασταν στο
αυτοκίνητο καθ’οδόν για το σπίτι, µε το στεφάνι στο πίσω κάθισµα
και το σταθµό Classic FM στο ραδιόφωνο.
«Θέλω να πάω σπίτι µου» παραπονιόταν η κοπέλα, κλαίγοντας.
Στεκόταν όρθια, τα γόνατά της ήταν γδαρµένα. Η φούστα της
παραήταν κοντή κατά τη γνώµη του άντρα, και το τζιν µπουφάν της
δεν θα την προστάτευε απ’ το κρύο. Του φάνηκε γνωστή φυσιο
γνωµία. Του είχε περάσει –στιγµιαία– απ’ το µυαλό να της δανείσει
το παλτό του. Αντί γι’ αυτό όµως της υπενθύµισε και πάλι ότι δεν
έπρεπε να πάει πουθενά. Ξαφνικά τα πρόσωπά τους έγιναν µπλε.
Κατέφθανε το περιπολικό µε τους προβολείς αναµµένους.
«Έρχονται» είπε ο άντρας αγκαλιάζοντάς την απ’ τον ώµο σαν
να ήθελε να την παρηγορήσει, και παίρνοντας το χέρι του όταν είδε
ότι τον έβλεπε η γυναίκα του.
Ακόµα κι όταν το περιπολικό σταµάτησε, οι προβολείς της ορο
φής έµειναν αναµµένοι, το ίδιο κι η µηχανή. Oι δύο ένστολοι αστυ
νοµικοί βγήκαν χωρίς να κάνουν τον κόπο να φορέσουν τα πηλήκιά
τους. Oένας κρατούσε έναν µακρύ µαύροφακό. Το Ρέιµπερν Γουάιντ
είχε µια απότοµη ανηφόρα που οδηγούσε σε µια σειρά από αδιέξοδα
δροµάκια πάνω από συνεργεία που κάποτε πρέπει να στέγαζαν τις
άµαξες και τα άλογα του µονάρχη. Θα ήταν επικίνδυνο µε παγετό.
«Μπορεί να γλίστρησε και να χτύπησε το κεφάλι του» είκασε ο
άντρας. «Ή µπορεί να κοιµόταν στο δρόµο, ή να τα κοπάνησε –»
«Ευχαριστούµε, κύριε» είπε ο ένας αστυνοµικός, εννοώντας το
αντίθετο.
O συνάδελφός του είχε ανάψει το φακό, και ο µεσόκοπος
άντρας συνειδητοποίησε ότι υπήρχε αίµα στο έδαφος, καθώς και