[ 17 ]
στραµµένα πάνω του τώρα, θαρρείς και ήξερε τι σκεφτόταν. Της
χαµογέλασε πονηρά.
«Δεν πέθανα ακόµη» είπε, ενώ ένα φορτηγάκι της Σήµανσης
σταµατούσε στο οδόστρωµα.
O γιατρός που είχε υπηρεσία είχε πράξει τα δέοντα, επιβεβαιώνο
ντας το θάνατο. Oι αξιωµατικοί της Σήµανσης είχαν αποκλείσει το
Ρέιµπερν Γουάιντ και πάνω και κάτω. Είχαν υψωθεί προβολείς και
είχε στερεωθεί ένα σεντόνι ώστε οι παρατηρητές να µην βλέπουν
πλέον τίποτα εκτός από σκιές από την άλλη πλευρά του. O Ρέµπους
και η Κλαρκ είχαν φορέσει την ίδια άσπρη φόρµα µιας χρήσης µε
κουκούλα που φορούσαν και οι της Σήµανσης. Μόλις είχε φτάσει
µια οµάδα οπερατέρ, και το φορτηγάκι της ιατροδικαστικής υπη
ρεσίας περίµενε εκεί δίπλα. Πλαστικά κύπελλα µε τσάι που άχνιζε
είχαν εµφανιστεί απ’ το πουθενά. Στο βάθος σειρήνες που πήγαι
ναν αλλού, µεθυσµένα ουρλιαχτά από κάπου κοντά στην οδό Πρίν
σιζ, ίσως και το κρώξιµο µιας κουκουβάγιας απ’ το νεκροταφείο.
Είχαν ληφθεί οι προκαταρκτικές καταθέσεις της έφηβης και του
µεσόκοπου ζευγαριού, και ο Ρέµπους τις ξεφύλλιζε, πλαισιωµένος
από τους δύο αστυνοµικούς, ο µεγαλύτερος από τους οποίους,
όπως είχε µάθει, λεγόταν Μπιλ Nτάισον.
«Oι φήµες λένε» είπε ο Nτάισον «ότι τελικά παίρνεις πόδι».
«Το µεθεπόµενο Σαββατοκύριακο» επιβεβαίωσε ο Ρέµπους. «Κι
εσύ δεν πρέπει ν’ απέχεις και πολύ».
«Εφτά µήνες έµειναν. Με περιµένει µια ωραία δουλίτσα σε ταξί.
Δεν ξέρω πώς θα τα βγάλει πέρα ο Τοντ χωρίς εµένα».
«Θα καταφέρω να διατηρήσω την αυτοκυριαρχία µου» είπε πε
ριπαικτικά ο Γκουντγίαρ.