[ 18 ]
«Nα και κάτι στο οποίο τα καταφέρνεις» είπε ο Nτάισον, ενώ ο
Ρέµπους ξαναγύρισε στο διάβασµά του: Η κοπέλα που είχε βρει το
πτώµα λεγόταν Nάνσι Σίβραϊτ. Ήταν δεκαεφτά και γύριζε σπίτι από
µια φίλη. Η φίλη έµενε στην οδό Γκρέιτ Στιούαρτ, και η Nάνσι στην
οδό Μπλερ, κοντά στο Καουγκέιτ. Είχε ήδη αφήσει το σχολείο και
ήταν άνεργη, αν και είχε πάει κάποτε στο κολέγιο για να σπουδάσει
βοηθός οδοντιάτρου. O Γκουντγίαρ είχε πάρει την κατάθεση, κι ο
Ρέµπους είχε εντυπωσιαστεί – καθαρά γράµµατα και µπόλικες λε
πτοµέρειες. Γυρίζοντας στο σηµειωµατάριο του Nτάισον, ένιωσε
σαν να άφηνε την ελπίδα και να βυθιζόταν στην απελπισία – ένας
χαµός από βιαστικά και προχειρογραµµένα ιερογλυφικά. O αστυ
νοµικός Μπιλ Nτάισον ανυποµονούσε να περάσουν αυτοί οι εφτά
µήνες. Μαντεύοντας, ο Ρέµπους συµπέρανε ότι το µεσόκοπο ζευ
γάρι ήταν ο Ρότζερ κι η ΕλίζαµπεθΆντερσον, που ζούσαν στην οδό
Φρόγκστον Γουέστ, στη νότια άκρη της πόλης. Υπήρχε ένα τηλέ
φωνο, αλλά κανένα στοιχείο για την ηλικία ή την ασχολία τους. Αντί
γι’αυτά ο Ρέµπους διέκρινε τις λέξεις «απλοί περαστικοί» και «αυτοί
ειδοποίησαν». Επέστρεψε τα σηµειωµατάρια χωρίς κανένα σχόλιο.
Θα ξανάδιναν κι οι τρεις κατάθεση αργότερα. O Ρέµπους κοίταξε
το ρολόι του, απορώντας πότε θα ερχόταν ο παθολογοανατόµος.
Δεν υπήρχαν πολλά να γίνουν στο µεταξύ.
«Πες τους ότι µπορούν να φύγουν».
«Η κοπέλα είναι ακόµη ταραγµένη» είπε ο Γκουντγίαρ. «Μήπως
να την πάµε εµείς σπίτι της;»
O Ρέµπους συγκατένευσε και έστρεψε την προσοχή του στον
Nτάισον.
«Κι οι άλλοι δύο;»
«Το αυτοκίνητό τους είναι παρκαρισµένο στο Γκρασµάρκετ».