[ 16 ]
Η Σίβον προχώρησε µερικά βήµατα και κάθισε στις φτέρνες δί
πλα στο πτώµα, πιέζοντας µε το γαντοφορεµένο χέρι της τις τσέπες
του παντελονιού και του σακακιού του.
«Δεν νιώθω τίποτα» είπε.
«Oύτε καν συµπόνια;»
Έστρεψε το βλέµµα της στον Ρέµπους.
«H πανοπλία βγαίνει όταν παίρνεις το χρυσό ρολόι της απο
στράτευσης;»
O Ρέµπους κατάφερε να µουρµουρίσει βουβά ένα «άουτς». O
λόγος που έµεναν τόσο συχνά στο γραφείο ως αργά ήταν ότι έµε
ναν µόνο δέκα µέρες µέχρι την αποστράτευση του Ρέµπους και
ήθελε να τακτοποιήσει τις εκκρεµότητες.
«Ληστεία που στράβωσε;» είκασε η Κλαρκ, σπάζοντας τη σιωπή.
O Ρέµπους ανασήκωσε τους ώµους, εννοώντας έτσι ότι δεν το
πίστευε. Ζήτησε απ’την Κλαρκ να στρέψει το φακό προς το πτώµα
– µαύρο δερµάτινο σακάκι, ανοιχτό πουκάµισο µε σχέδια που κά
ποτε πρέπει να ήταν µπλε, ξεβαµµένο τζιν µε µαύρη δερµάτινη
ζώνη, µαύρα σουέτ παπούτσια. Απ’ όσο µπορούσε να δει ο
Ρέµπους, το πρόσωπο του άντρα είχε ρυτίδες, τα µαλλιά του είχαν
γκριζάρει. Κοντά στα πενήντα; Ύψος γύρω στο ένα κι ογδόντα. Δεν
φορούσε κοσµήµατα, ούτε ρολόι. Γεγονός που ανέβαζε τον προ
σωπικό αριθµό πτωµάτων του Ρέµπους στα... πόσα; Καµιά τρια
νταριά ή σαρανταριά στην πορεία των τριών και βάλε δεκαετιών
του στο Σώµα. Άλλες δέκα µέρες κι αυτός ο κακοµοίρης θα ήταν
αλλουνού πρόβληµα. Εδώ και βδοµάδες ένιωθε την ένταση της
Σίβον Κλαρκ: Ένα κοµµάτι του εαυτού της, ίσως το καλύτερο
κοµµάτι της, ήθελε να ξεφορτωθεί τον Ρέµπους. Ήταν ο µόνος
τρόπος για ν’αρχίσει ν’αποδεικνύει την αξία της. Τα µάτια της ήταν