Ά
παξ και παρέδωσες το πνεύµα, τα πάντα έπονται µε βεβαιότητα
απόλυτη, ακόµα και µες στηµέση του χάους. Εν αρχήην το χάος,
µοναχά το χάος και τίποτα ποτέ εξόν από το χάος: Ένα υγρό ήταν
πουµε τύλιγε, και τοανάσαιναµέσααπό τασπάραχνα. Μεσοστρατίς,
στα χαµηλά, εκεί που το φεγγάρι έλαµπε επίµονο και διόλου διάφα-
νο, ήσαν όλα απαλά και γόνιµα· κι αποπάνω ένας σαµατάς, νταβα-
ντούρι, χλαλοή. Σε καθετί, µεµιάς, το αντίθετό του να βλέπω, την
αντίφαση, κι ανάµεσα στο πραγµατικό και το εξωπραγµατικό την
ειρωνεία, το παράδοξο. Ήµουν εµού ο χειρότερος εχθρός. ∆εν είχα
τίποτα να ευχηθώ να κάνω που να µην έκανα και δίχως να το κάνω.
Από παιδί κιόλας, τότε που τίποτα δεν µου έλειπε, ήθελα να πεθάνω
– να ενδώσω, να παραδοθώ ήθελα, επειδή στο να το παλεύεις δεν
έβλεπα νόηµα. Αισθανόµουν ότι τίποτα δεν έµελλε ν’αποδειχτεί, ν’
αποκτήσει υπόσταση, να προστεθεί ή και ν’ αφαιρεθεί µε το να συ-
νεχιστεί µια ζωή που δεν την είχα ζητήσει ούτε στιγµή. Όλοι ολόγυ-
ρά µου ήσαν αποτυχηµένοι· κι αν όχι αποτυχηµένοι, τότε γελοίοι.
Ιδίως οι πετυχηµένοι. Ναι, οι πετυχηµένοι µού προκαλούσαν βα-
ρεµάρα έως δακρύων. Ήµουν συµπονετικός µ’ όσους έκαναν λάθη
απανωτά, αλλά δεν µ’έκανε η συµπόνια να είµαι ό,τι είµαι. Αυτό που
µ’έκανε έτσι ήταν µια καθαρά αρνητική ιδιότητα, µια αδυναµία που
ξεφύτρωσε στη θέα της ανθρώπινης µιζέριας κι αθλιότητας. Ποτέ
δεν βοήθησα κανέναν που προσδοκούσε ότι θα έβγαινε κάτι καλό
από µένα· βοηθούσα γιατί ήµουν ανήµπορος να κάνωαλλιώς. Το να
θες ν’αλλάξεις την κατάσταση των πραγµάτων πάντα µουφαινόταν