[ 17 ]
θώς λένε, βρίσκεται η λύση για τα πάντα. Όταν τη συνάντησα, θαρ-
ρούσα πως άδραχνα τη ζωή, άδραχνα κάτι που θα µπορούσα πάνω
του τα δόντιαµου ναµπήξω. Αλλά, απεναντίας, δεν άδραχνα τίποτα.
Άπλωνα τα χέρια για να κρατηθώαπό κάπου – και δεν έβρισκα τίπο-
τα. Αλλά, καθώς τα άπλωνα, καθώς πάσχιζα ν’αδράξω, να κρατηθώ,
όσο κι αν έµενα µε την όρεξη, άρχισα εντούτοις ν’ανακαλύπτω κάτι
που δεν το είχα γυρέψει –
τον εαυτό µου
. Ανακάλυψα ότι αυτό που
λαχταρούσα σε όλη µου τη ζωή δεν είναι να ζήσω –εάν αυτό που
κάνουνε οι άλλοι θεωρείται πως είναι να ζουν–, αλλά να εκφραστώ.
Συνειδητοποίησα ότι δεν είχα ποτέ το παραµικρό ενδιαφέρον ως
προς το να ζω, παρά µονάχα ως προς αυτό που κάνω τώρα δα, κάτι
που είναι παράλληλοµε τη ζωή, που της ανήκει αλλάκαι συνάµαείναι
πέρα απ’αυτήν. Ό,τι είναι αληθές ελάχιστα µε νοιάζει, το ίδιο και ό,τι
είναι πραγµατικό. Με νοιάζει µονάχα αυτό που εγώφαντάζοµαι πως
είναι, αυτό που κατέπνιγα καθηµερινά προκειµένου να ζήσω. Το αν
θα πεθάνω σήµερα ή αύριο διόλου µε νοιάζει, ποτέ δεν µ’ ένοιαζε,
αλλά τοότι ακόµακαι σήµερα, ύστερααπό χρόνιαπροσπαθειών, δεν
µπορώ να πω τι σκέφτοµαι και τι αισθάνοµαι – ε ναι, αυτό µε νοιάζει,
αυτόµε καίει. Από ταπαιδικάµου χρόνιαµε βλέπωστα χνάριααυτού
του φάσµατος, δίχως ν’απολαµβάνω τίποτα, δίχως τίποτα να λαχτα-
ρώπαράµονάχα τούτη τηδύναµη, τούτη την ικανότητα. Όλα τ’άλλα
ένα ψέµα είναι – όλα όσα έκανα και είπα και δεν βασίζονται σ’αυτό.
Κι αυτό είναι, λίγο πολύ, το µεγαλύτερο µέρος της ζωής µου.