Η Ν Υ Χ Τ Α
33
«Γιατί προσεύχεσαι;» με ρώτησε ύστερα από λίγο.
Γιατί προσευχόμουν; Περίεργη ερώτηση. Γιατί ζούσα; Γιατί
ανέπνεα;
«Δεν ξέρω» του απάντησα, πιο ταραγμένος και ενοχλημέ
νος. «Δεν έχω ιδέα».
Από κείνη τη μέρα άρχισα να τον βλέπω συχνά. Μου εξηγού
σε με επιμονή πως κάθε ερώτηση έκλεινε μέσα της μια δύναμη
που δεν την είχε πια η απάντηση…
«Ο άνθρωπος υψώνεται προς τον Θεό με τις ερωτήσεις που
του κάνει» του άρεσε να λέει. «Αυτός είναι ο πραγματικός διά
λογος. Ο άνθρωπος ρωτάει κι ο Θεός απαντάει. Τις απαντήσεις
του όμως δεν τις καταλαβαίνουμε, δεν μπορούμε να τις καταλά
βουμε. Γιατί έρχονται από τα βάθη της ψυχής και μένουν εκεί
μέχρι τον θάνατό μας. Τις αληθινές απαντήσεις, Ελιέζερ, θα τις
βρεις μόνο μέσα σου».
«Εσύ γιατί προσεύχεσαι, Μοσέ;» τον ρώτησα.
«Παρακαλώ τον Θεό που βρίσκεται μέσα μου να μου δώσει
τη δύναμη ώστε να μπορέσω να του κάνω τις αληθινές ερωτή
σεις».
Κουβεντιάζαμε έτσι σχεδόν κάθε βράδυ. Μέναμε στη συναγω
γή, αφού έφευγαν όλοι οι πιστοί, καθισμένοι στο μισοσκόταδο,
όπου τρεμόπαιζε ακόμη το φως των μισολιωμένων κεριών.
Ένα βράδυ τού είπα πόσο στενοχωρημένος ήμουν που δεν
έβρισκα στο Σιγκέτ έναν δάσκαλο να μου διδάξει το Ζοχάρ, τα κα
βαλιστικά βιβλία, τα μυστικά της εβραϊκής σολομωνικής. Χαμογέ
λασε με συγκατάβαση. Αφού έμεινε ώρα σιωπηλός, μου είπε:
«Στον λειμώνα της μυστικής αλήθειας μπορείς να μπεις από
χίλιες μία πόρτες. Κάθε ανθρώπινη ύπαρξη έχει τη δική της πόρ
τα. Δεν πρέπει να ξεγελαστεί και να προσπαθήσει να εισέλθει
στον λειμώνα από ξένη πόρτα. Αυτό είναι εξαιρετικά επικίνδυνο