Ε Λ Ι Β Ι Ζ Ε Λ
34
όχι μόνο για κείνον που μπαίνει μέσα με αυτό τον τρόπο, αλλά
και για όσους ήδη βρίσκονται εκεί».
Έτσι, ο Μοσέ ο Εκκλησάρης, ο φτωχοδιάβολος του Σιγκέτ,
μου μιλούσε ώρες ολόκληρες για τα φωτεινά και τα σκοτεινά
σημεία της Καμπάλα. Με αυτόν άρχισε η μύησή μου. Διαβάζα
με και ξαναδιαβάζαμε μαζί, άπειρες φορές, τις ίδιες σελίδες
από το Ζοχάρ. Όχι για να το αποστηθίσω, αλλά για να συλλάβω
μέσα απ’ αυτό την ίδια την ουσία του θείου.
Κι όσο κρατούσαν αυτές οι βραδιές, τόσο πιο πολύ σιγουρευό
μουν πως ο Μοσέ ο Εκκλησάρης θα μ’ έπαιρνε μαζί του στην
αιωνιότητα, σ’ εκείνον τον χρόνο όπου ερώτηση κι απάντηση
γίνονται ΕΝΑ.
Αργότερα, κάποια μέρα, απέλασαν από το Σιγκέτ όλους τους
ξενικής καταγωγής Εβραίους. Κι ο Μοσέ ο Εκκλησάρης ήταν
ξένος.
Στοιβαγμένοι από ούγγρους χωροφύλακες σε βαγόνια που
προορίζονταν για τη μεταφορά ζώων, έκλαιγαν σιωπηλά. Στην
αποβάθρα κλαίγαμε κι εμείς μαζί τους. Το τρένο χάθηκε στον
ορίζοντα αφήνοντας πίσω του έναν πυκνό, βρόμικο καπνό.
Πίσω μου άκουσα έναν Εβραίο να λέει αναστενάζοντας:
«Τι τα θέλετε… Αυτά έχει ο πόλεμος…».
Οι εξόριστοι ξεχάστηκαν γρήγορα. Λίγες μέρες μετά την ανα
χώρησή τους κάποιοι έλεγαν πως ήταν στη Γαλικία, πως είχαν
βρει δουλειά εκεί και πως ήταν ικανοποιημένοι με την τύχη τους.
Πέρασαν μέρες, βδομάδες, μήνες. Η ζωή είχε ξαναβρεί τους
κανονικούς της ρυθμούς. Ένα απαλό, καθησυχαστικό αεράκι
φυσούσε σ’ όλα τα σπίτια της πόλης. Οι δουλειές των εμπόρων
πήγαιναν καλά, οι σπουδαστές ζούσαν παρέα με τα βιβλία τους,
και τα παιδιά έπαιζαν στον δρόμο.