Ε Λ Ι Β Ι Ζ Ε Λ
32
Μια μέρα ζήτησα από τον πατέρα μου να μου βρει έναν δά
σκαλο για να με βοηθήσει στη μελέτη της Καμπάλα.
«Είσαι πολύ μικρός γι’ αυτά. Ο Μαϊμονίδης έχει πει πως μό
νο μετά τα τριάντα έχει κανείς το δικαίωμα να περιπλανηθεί
στον γεμάτο κινδύνους κόσμο του μυστικισμού. Πρώτα πρέπει
να μάθεις τα βασικά, όσα είσαι σε θέση να καταλάβεις».
Ο πατέρας μου ήταν ένας άνθρωπος καλλιεργημένος, αλλά κα
θόλου συναισθηματικός. Δεν ήταν διαχυτικός, ακόμα και με τους
δικούς του. Πιο πολύ ασχολιόταν με τους άλλους παρά με την οι
κογένειά του. Η εβραϊκή κοινότητα του Σιγκέτ έτρεφε μεγάλο σε
βασμό στο πρόσωπό του και συχνά ζητούσαν τη συμβουλή του τό
σο για τα δημόσια πράγματα όσο και για τις ιδιωτικές τους υποθέ
σεις. Ήμασταν τέσσερα παιδιά: η Χίλντα, η μεγαλύτερη, ακολου
θούσε η Μπέα, κατόπιν εγώ, τρίτος, ο μοναχογιός, και τελευταία
η Ιουδήθ.
Οι γονείς μου είχαν ένα μαγαζί, κι η Χίλντα με την Μπέα
τούς βοηθούσαν στη δουλειά. Εμένα έλεγαν ότι η θέση μου ήταν
στο αναγνωστήριο.
«Δεν υπάρχουν δάσκαλοι της Καμπάλα στο Σιγκέτ» έλεγε και
ξανάλεγε ο πατέρας μου.
Ήθελε να μου βγάλει από το κεφάλι αυτή την ιδέα. Ήταν
όμως μάταιο. Βρήκα μόνος μου τον δάσκαλο που γύρευα στο
πρόσωπο του Μοσέ του Εκκλησάρη.
Με είχε παρατηρήσει ένα απόγευμα την ώρα που προσευχό
μουν:
«Γιατί κλαις την ώρα που προσεύχεσαι;» με ρώτησε σαν να
με ήξερε χρόνια.
«Δεν ξέρω» απάντησα ταραγμένος.
Ποτέ δεν το ’χα ξανασκεφτεί. Έκλαιγα γιατί… γιατί κάτι μέ
σα μου ήθελε να κλάψει. Αυτό ήξερα, τίποτε άλλο.