Ε Λ Ι Β Ι Ζ Ε Λ
36
Εκείνος θρηνούσε:
«Εβραίοι, ακούστε με! Μόνο αυτό σας ζητώ. Δεν θέλω ούτε
χρήματα ούτε τον οίκτο σας. Μόνο να με ακούσετε» φώναζε μες
στη συναγωγή μετά την απογευματινή προσευχή και πριν από
τη βραδινή.
Ούτε εγώ ο ίδιος δεν τον πίστευα. Το βράδυ μετά τη λει
τουργία καθόμουν συχνά για να του κάνω παρέα κι άκουγα τις
ιστορίες που μου έλεγε, προσπαθώντας να κατανοήσω τη θλί
ψη του. Δεν αισθανόμουν όμως τίποτε άλλο πέρα από συμπό
νια για κείνον.
«Νομίζουν ότι είμαι τρελός» μουρμούριζε, και δάκρυα χοντρά,
σαν σταλαγματιές κεριού που λιώνει, έτρεχαν από τα μάτια του.
Μια φορά τον ρώτησα:
«Γιατί θες τόσο πολύ να πιστέψουν αυτά που λες; Αν ήμουν
στη θέση σου, δεν θα μ’ ένοιαζε καθόλου αν με πιστεύουν ή
όχι…».
Έκλεισε τα μάτια του σαν να ’θελε να βρεθεί έξω από τον
χρόνο:
«Δεν με καταλαβαίνεις» μου είπε απελπισμένος. «Δεν μπορείς
να καταλάβεις. Σώθηκα από θαύμα. Κατάφερα να φτάσω ως εδώ.
Πού βρήκα τη δύναμη; Ήθελα να γυρίσω πίσω στο Σιγκέτ για να
σας αφηγηθώ τον θάνατό μου. Για να μπορέσετε να προετοιμα
στείτε όσο είναι ακόμα καιρός. Όσο για τη ζωή, δεν με νοιάζει πια
να ζήσω. Είμαι μόνος μου, μα ήθελα να γυρίσω πίσω για να σας
προειδοποιήσω. Κι ορίστε τι γίνεται: κανείς δεν με ακούει…».
Αυτά στα τέλη του 1942.
Στη συνέχεια η ζωή ξαναβρήκε τους κανονικούς της ρυθμούς.
Το BBC, που το ακούγαμε κάθε βράδυ, μετέδιδε πολύ ευχάριστα
νέα: τον βομβαρδισμό της Γερμανίας, που ήταν πια καθημερινή
υπόθεση, τα γεγονότα του Στάλινγκραντ, τις προετοιμασίες για