Η Ν Υ Χ Τ Α
37
το δεύτερο μέτωπο, κι εμείς, οι Εβραίοι του Σιγκέτ, περιμέναμε
καλύτερες μέρες, που δεν θ’ αργούσαν να έρθουν.
Εγώ συνέχιζα να ’μαι αφοσιωμένος στις σπουδές και στις με
λέτες μου. Τη μέρα μελετούσα το Ταλμούδ και το βράδυ την
Καμπάλα. Ο πατέρας μου ήταν απασχολημένος με το εμπόριό
του και τα ζητήματα της κοινότητας. Είχε έρθει κι ο παππούς
μου για να κάνει μαζί μας Πρωτοχρονιά και να παρευρεθεί στη
λειτουργία στην οποία θα χοροστατούσε ο περίφημος ραβίνος
του Μπόρσε. Η μάνα μου είχε αρχίσει να σκέφτεται πως είχε
έρθει ο καιρός να βρει ένα καλό παλικάρι για τη Χίλντα.
Έτσι κύλησε και το 1943.
Άνοιξη του ’44. Θαυμάσιες ειδήσεις από το ρωσικό μέτωπο. Δεν
υπήρχε πια καμιά αμφιβολία ότι η Γερμανία θα έχανε τη μάχη.
Ήταν απλώς ζήτημα χρόνου, μηνών ή ίσως και βδομάδων.
Τα δέντρα είχαν ανθίσει. Ήταν μια χρονιά σαν όλες τις άλ
λες, με την άνοιξή της, τους αρραβώνες, τους γάμους και τα
γεννητούρια της.
Οι άνθρωποι έλεγαν:
«Ο Kόκκινος Στρατός προελαύνει αλματωδώς… Σε λίγο ο Χίτ
λερ δεν θα μπορεί να μας κάνει κακό, ακόμα κι αν το θέλει…».
Ναι, είναι αλήθεια, διατηρούσαμε ακόμη αμφιβολίες για το
κατά πόσο ήθελε να μας εξοντώσει.
Θα έφτανε στο σημείο να αφανίσει από προσώπου γης έναν
ολόκληρο λαό; Να εξολοθρεύσει έναν λαό διάσπαρτο σε τόσες
χώρες; Τόσα εκατομμύρια ανθρώπους! Με ποια μέσα, με ποιον
τρόπο; Κι όλα αυτά στον εικοστό αιώνα!
Έτσι, οι άνθρωποι νοιάζονταν για όλα τα άλλα –για τη στρα
τηγική, τη διπλωματία, την πολιτική, τον σιωνισμό–, και όχι για
το τι θ’ απογίνουν οι ίδιοι.