[ 14 ]
Δεν αντίκρισε κανένα καρβουνιασμένο ανθρώπινο κουφάρι.
Ευτυχώς.
Το πρόσωπό του όμως… το πρόσωπό του
.
Τα μάτια κάτω από τα φουντωτά μαλλιά του τρελού επιστή-
μονα ήταν το ίδιο γουρλωμένα και ορθάνοιχτα με πριν, αλλά
τώρα δεν είχαν ίχνος από εκείνο το παιδιάστικο δέος και τον
ενθουσιασμό. Όχι πια.
Μαρτυρούσαν τρόμο. Απόλυτο τρόμο. Ήταν το βλέμμα του
ανθρώπου που είχε κλείσει εντελώς το μυαλό του προκειμένου
να προφυλαχτεί από την τρέλα. Τη στιγμή εκείνη η Άννα συνει-
δητοποίησε πως το αποψινό δεν ήταν κάποιο παιδικό τρικ.
Πήγε πράγματι κάπου.
Και για κάποιον λόγο, η Άννα είχε την
αίσθηση πως είχε λείψει πολύ περισσότερο από ένα μόνο λεπτό.
«Τι;» ρώτησε. «Τι έγινε μόλις τώρα;»
Το βλέμμα του –εκείνο το απόμακρο βλέμμα που φαινόταν
να είναι ακόμη στραμμένο σ’ έναν άλλο τόπο– φάνηκε να επα-
νέρχεται σιγά σιγά στην πραγματικότητα και να ξαναμπαίνει
σταδιακά στο υπόλοιπο σώμα, που είχε επιστρέψει πρώτο στο
Σικάγο. Τα μάτια του εστίασαν πάνω της και φάνηκε να συνει-
δητοποιεί σιγά σιγά πως δεν ήταν μόνος του, πως υπήρχε κά-
ποιος στην άλλη πλευρά του κλουβιού.
«Το…» Άνοιξε το στόμα του, αλλά τα χείλη του ήταν ξερά και
σκασμένα. «Το… το είδα. Εί… είδα… το τέλος».
Πίσω της κάποιος τηλεφωνούσε. Καλούσε ασθενοφόρο. Ίσως
να μην τον άκουγε μόνο αυτή. Παρατήρησε τον ανώμαλο με
την κάμερα, που συνέχιζε να τραβάει τη σκηνή. Ίσως να είχε
απογοητευτεί που δε θα μπορούσε να δείξει ένα καπνισμένο
πτώμα στον εκδότη του. Αλλά το παρανοϊκό παραλήρημα αυτού
του ανθρώπου ίσως τελικά να γινόταν ακόμα καλύτερο άρθρο.
«Γουολντστάιν;» ψέλλισε η Άννα. «Τι εννοείς…
το τέλος
;»
Συνειδητοποίησε ότι ο άνθρωπος μέσα στο κλουβί έκλαιγε.
Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του και βυθίστηκε ανάμεσα στα