[ 10 ]
Πρόσεξε ότι ένας από τους δημοσιογράφους των ψηφιακών
σταθμών είχε περάσει ανάμεσα από τις καρέκλες και είχε πάει
μπροστά ώστε να κινηματογραφήσει το κλουβί με τη μικρή κά-
μερα που κρατούσε στο χέρι. Κούνησε το κεφάλι της με απο-
στροφή. Ο ανώμαλος ήθελε σίγουρα ν’ απαθανατίσει τη σκηνή
– ν’ απαθανατίσει τη στιγμή που ο σαλεμένος φουκαράς θα γι-
νόταν κάρβουνο.
Χριστέ μου…
Ο Γουολντστάιν τής χαμογέλασε ήρεμα. «Μην ανησυχείς,
καλή μου, δε θα πάθω τίποτα απολύτως!» φώναξε πάνω από τον
όλο και πιο δυνατό βόμβο του ρεύματος που συσσωρευόταν
μέσα στη μηχανή σε βαθμό εκκένωσης.
«Σας παρακαλώ!» φώναξε η Άννα, έκπληκτη με τον πανικό
που αντιλήφθηκε στη φωνή της. «Σας παρακαλώ! Βγείτε απο-
κεί!»
Το χαμόγελο του Γουολντστάιν ήταν σχεδόν καθησυχαστικό.
«Δε θα πάθω τίποτα, καλή μου. Θα τους ξαναδώ. Θα τους ξα-
ναδώ, θα τους αγγίξω…»
«
Ποιους;
Τι εννοείτε; Ποιους λέτε;» του φώναξε, αλλά τα λό-
για της χάθηκαν μέσα στον βόμβο, που δυνάμωνε ολοένα και
περισσότερο.
Άξαφνα, σπινθήρες άρχισαν να τρέχουν κατά μήκος του συρ-
μάτινου πλέγματος.
«Κάντε πίσω!» φώναξε κάποιος. Η Άννα συνειδητοποίησε
ότι υπήρχε περίπτωση να δημιουργηθεί ηλεκτρικό τόξο στο κε-
νό που τους χώριζε από το κλουβί και να τους χτυπήσει το ρεύ-
μα. Αντανακλαστικά έκανε κάμποσα βήματα πίσω, ώσπου σκό-
νταψε πάνω σε μια άδεια καρέκλα γρατζουνίζοντας άσχημα τον
αστράγαλό της. Οι καρέκλες είχαν αδειάσει · όλοι είχαν σηκωθεί
όρθιοι. Άκουσε κάποιον να καλεί την αστυνομία. Κανείς από
τους παριστάμενους δεν είχε πάει εκεί για να δει έναν άνθρωπο