[ 11 ]
να γίνεται επίτηδες κάρβουνο – ας ήταν τρελός. Και υπήρχαν
κάμποσοι τρελοί στον κόσμο αυτή την εποχή.
Σπινθήρες ξεπήδησαν από το κλουβί κι έπεσαν σαν βροχή
στο δάπεδο. Ο σωλήνας φθορισμού της οροφής τσιτσίρισε,
έκανε έναν ξερό κρότο κι έσβησε, βυθίζοντάς τους στο σκο-
τάδι. Το μοναδικό φως που υπήρχε πια ήταν η στροβοσκο-
πική λάμψη από τη συσκευή του Γουολντστάιν. Η Άννα έβλε-
πε ακόμη τη σιλουέτα του μέσα στο κλουβί. Στεκόταν εντε-
λώς ακίνητος πίσω από τη βροχή των σπινθήρων. Ακίνητος
και ήρεμος… Δε σφάδαζε ούτε χτυπιόταν, όπως περίμενε η
Άννα.
Και τότε, μ’ έναν σιγανό κρότο –όχι με δυνατή έκρηξη, αλλά
με έναν ξερό κρότο– κι ένα απαλό θρόισμα όλα τελείωσαν: οι
σπινθήρες, ο βόμβος του ηλεκτρικού φορτίου, το τσιτσίρισμα
και το τρίξιμο της ηλεκτρικής ενέργειας. Τα πάντα ηρέμησαν
και ησύχασαν. Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι άκουγε τις ακανόνι-
στες ανάσες των άλλων ανθρώπων γύρω της.
«Κάποιος να καλέσει ασθενοφόρο!» είπε μια αντρική φωνή.
Ένας φακός άναψε και η φωτεινή δέσμη του στράφηκε πάνω
στο κλουβί.
«Θεέ μου! Πού πήγε;»
Το κλουβί ήταν άδειο. Όπως τους είχε πει. Είχε εξαφανιστεί.
Η Άννα ένιωσε ένα κύμα ανακούφισης να την κατακλύζει και
γέλασε. «Που να με…» Κούνησε το κεφάλι της. «Έτσι δεν
είπε
ότι θα γίνει;»
Όμως, δεν έδειχναν ν’ αντιμετωπίζουν όλοι το γεγονός με
την ίδια ανακούφιση και εύθυμη διάθεση.
«Δεν ήρθα απόψε εδώ απλά για να δω ένα ταχυδακτυλουργι-
κό κόλπο! Έχω άρθρα να παραδώσω, ξέρεις.
Κανονική
δουλειά,
όχι αυτές τις παράλογες ανοη…»
Σπινθήρες διέτρεξαν ξαφνικά τα σύρματα του κλουβιού.
1,2,3,4,5 7,8,9,10,11