[ 14 ]
Εκείνες τις μέρες κάτι γύφτοι κλέψανε την μπουγάδα της οικο
γένειας Γκρη. Ο άντρας της οικογένειας, ο Μανόλης, υπέβαλε
αμέσως μήνυση. Κατέγραψε τα κλεμμένα, όπως τον συμβού
λεψε η μάνα του. Το άσπρο του πουκάμισο, εκείνο που του
έλειπε το τρίτο κουμπί στη σειρά. Η μάνα του δεν πρόλαβε να
το ράψει. Δύο σεντόνια διπλόφαρδα, λευκή ποπλίνα, με αγγε
λάκια στο τελείωμα, αζούρ. Ένα σεντόνι με πορτοκαλί ανθά
κια, βαμβακερό, το αγαπημένο του. Τρία νυχτικά, δύο κομπι
νεζόν. Και έξι βρακιά, μετά συγχωρήσεως.
Το Σάββατο 14 Αυγούστου του 1948, παραμονή της Πα
ναγίας, ο Μανόλης Γκρης, τριάντα οκτώ ετών, δημοσιο
γράφος της εφημερίδας
Βαλκάνια
και βοηθός ανταποκριτή
του πρακτορείου ειδήσεων
Abroad,
περίμενε το λεωφορείο
Καλαμαριά-Αρετσού για να πάει σπίτι του. Στεκόταν στην
οδό Τσιμισκή, στάση Αγίας Σοφίας. Είχε ανάψει τσιγάρο.
Ένας αστυνομικός τον πλησίασε. Του ζήτησε να τον ακο
λουθήσει στην Ασφάλεια. Φορούσε πολιτικά. Μιλούσε ευγε
νικά. Τον κοίταζε στα μάτια.
Ο Μανόλης ρώτησε αν είχαν νέα από την κλοπή της
μπουγάδας. Ο αστυνόμος ένευσε καταφατικά.
Ο Μανόλης Γκρης επέστρεψε στο σπίτι του δώδεκα χρόνια
μετά. Τα μάτια του παρέμεναν καστανά, όμως τα μαλλιά του
είχαν ασπρίσει.
Ήταν πενήντα χρονών.