Χορεύουν οι ελέφαντες - page 7

[ 13 ]
ο βαρκάρης, γιατί εκεί το δέρμα του νεκρού ξάσπριζε και
τύφλωνε. Δεν τον λυπήθηκε η θάλασσα. Τη λένε μάνα, μα
είναι σκύλα μαύρη. Δεν λογαριάζει νιάτα.
Ο βαρκάρης έριξε σκοινί, ρυμούλκησε το πτώμα στο Λι­
μεναρχείο. Του φάνηκε ντροπή ν’αγγίξει το κεφάλι, το άφησε
στα κύματα, απ’ τα δετά παπούτσια το τραβούσε. Μετά τον
σήκωσε στα χέρια από τους αγκώνες, βοήθησαν κι απ’τηστε­
ριά κάτι καλόπαιδα. Ζύγιζε ίσαμε πέντε τσουβάλια πέτρες.
Ο ιατροδικαστής ψηλάφισε προσεκτικά την τρύπα –
τρύ­πα από σφαίρα– στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Καψαλι­
σμένα τα μαλλιά τριγύρω, άλλη πληγή πουθενά. Οπότε απο­
φάνθηκε πως το βλήμα βγήκε απευθείας από τη μύτη του
θύματος,
γίνεται αυτό
, διακρίβωσε με άνεση,
και βέβαια γίνε-
ται
. Το θύμα είχε δειπνήσει με αστακό και μπιζέλια, συμπλή­
ρωσε όταν τον άνοιξε με το λεπίδι. Αμάσητες μπουκιές, μάλ­
λον βιαζόταν. Εγγλέζικο φαΐ, σπάνιο να το βρεις στην πόλη,
σχολίασαν οι Αρχές και σημείωσαν στο μπλοκάκι τους.
– Αμερικανός, μονολογούσε ο διευθυντής της Ασφά­
λειας. Αμερικανός δημοσιογράφος. Μόνο αυτός μας έλειπε,
σιχτίρισε.
Έβαλε να πιει ούζο. Σε τσίγκινο φλιτζάνι, χωρίς νερό, στο
γραφείο με τα παραταγμένα έγγραφα.
– Μπελάς που μας βρήκε, μουρμούρισε κι ακούμπησε
το φλιτζάνι πάνω στην έκθεση του ιατροδικαστή.
* * *
1,2,3,4,5,6 8,9,10,11,12,13,14,15,16,17,...18
Powered by FlippingBook