[ 13 ]
ο βαρκάρης, γιατί εκεί το δέρμα του νεκρού ξάσπριζε και
τύφλωνε. Δεν τον λυπήθηκε η θάλασσα. Τη λένε μάνα, μα
είναι σκύλα μαύρη. Δεν λογαριάζει νιάτα.
Ο βαρκάρης έριξε σκοινί, ρυμούλκησε το πτώμα στο Λι
μεναρχείο. Του φάνηκε ντροπή ν’αγγίξει το κεφάλι, το άφησε
στα κύματα, απ’ τα δετά παπούτσια το τραβούσε. Μετά τον
σήκωσε στα χέρια από τους αγκώνες, βοήθησαν κι απ’τηστε
ριά κάτι καλόπαιδα. Ζύγιζε ίσαμε πέντε τσουβάλια πέτρες.
Ο ιατροδικαστής ψηλάφισε προσεκτικά την τρύπα –
τρύπα από σφαίρα– στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Καψαλι
σμένα τα μαλλιά τριγύρω, άλλη πληγή πουθενά. Οπότε απο
φάνθηκε πως το βλήμα βγήκε απευθείας από τη μύτη του
θύματος,
γίνεται αυτό
, διακρίβωσε με άνεση,
και βέβαια γίνε-
ται
. Το θύμα είχε δειπνήσει με αστακό και μπιζέλια, συμπλή
ρωσε όταν τον άνοιξε με το λεπίδι. Αμάσητες μπουκιές, μάλ
λον βιαζόταν. Εγγλέζικο φαΐ, σπάνιο να το βρεις στην πόλη,
σχολίασαν οι Αρχές και σημείωσαν στο μπλοκάκι τους.
– Αμερικανός, μονολογούσε ο διευθυντής της Ασφά
λειας. Αμερικανός δημοσιογράφος. Μόνο αυτός μας έλειπε,
σιχτίρισε.
Έβαλε να πιει ούζο. Σε τσίγκινο φλιτζάνι, χωρίς νερό, στο
γραφείο με τα παραταγμένα έγγραφα.
– Μπελάς που μας βρήκε, μουρμούρισε κι ακούμπησε
το φλιτζάνι πάνω στην έκθεση του ιατροδικαστή.
* * *