Τριλοβίτες - page 8

BREECE D ’ J PANCAKE
[ 22 ]
Αφήνω τον αυτοκινητόδρομο και στρίβω προς το σπίτι μας.
Στον ουρανό σύννεφα. Ο ήλιος πότε χάνεται, πότε ξεπροβάλλει,
και η αυλή μια φωτίζεται και μια σκοτεινιάζει. Κοιτάζω πάλι το
μέρος όπου ξεψύχησε ο μπαμπάς. Κάποιο από τα ρινίσματα της
παλιάς πληγής του ανέβηκε στον εγκέφαλο και τον σώριασε
φαρδύ πλατύ στο γρασίδι. Θυμάμαι πως, όταν τον αντίκρισα,
σκέφτηκα ότι το πρόσωπό του, έτσι σημαδεμένο απ’ το παχύ
χορτάρι, έμοιαζε δαρμένο.
Μπαίνω στον κεντρικό αχυρώνα και βάζω μπρος το τρακτέρ.
Φτάνω στο ύψωμα στην άκρη της φάρμας, σβήνω τη μηχανή.
Κάθομαι στο τιμόνι, ανάβω τσιγάρο και αγναντεύω τις καλαμιές.
Οι συστοιχίες τους, γράφοντας μικρές καμπύλες, εκτείνονται
πυκνές, όμως το χώμα είναι ξερό και αυλακωμένο σαν πηλός
και τα φύλλα έχουν μια μαβιά απόχρωση. Μαραίνονται απ’ τη
στάχτη, αλλά δεν με νοιάζει. Τα καλάμια είναι ξεγραμμένα, το
ξέρω. Ανώφελο λοιπόν να το σκέφτομαι. Μακριά κάποιος κόβει
ξύλα. Οι τσεκουριές αντηχούν μέχρι εμένα. Ο ήλιος έχει πυρώ­
σει τους λόφους και οι πλαγιές αχνίζουν. Τα γελάδια μας πάνε
προς τη ρεματιά και τα πουλιά τρυπώνουν στις φυλλωσιές, στα
μέρη που αμελήσαμε να αποψιλώσουμε για να τα κάνουμε βο­
σκές. Κοιτάζω τον φαγωμένο πάσσαλο που οριοθετεί τη φάρμα.
Τον έστησε ο μπαμπάς όταν εγκαταστάθηκε εδώ, όταν είχε πά­
ψει πια να γυρίζει από τόπο σε τόπο για το μεροκάματο
3
και
είχε υπηρετήσει τη θητεία του. Ο πάσσαλος είναι από χαρουπιά
και θα αντέξει πολλά χρόνια. Τον αγκαλιάζουν λίγες ξερές πε­
ρικοκλάδες.
«Είμαι ανίκανος για τέτοιες δουλειές» λέω. «Γιατί να ξεπατώ­
νεσαι για πράγματα που δεν μπορείς να κάνεις;»
Οι τσεκουριές σταματούν. Αφουγκράζομαι τον ήχο από το
1,2,3,4,5,6,7 8
Powered by FlippingBook