Τριλοβίτες - page 7

Τ ρ ι λ ο β ί τ ε ς
[ 21 ]
δεν μπορώ να τα φροντίσω όπως ο μπαμπάς. Οι καλαμιές είναι
στα μαύρα τους τα χάλια». Αδειάζω την κούπα μου. Βαρέθηκα
να μιλάω για τη φάρμα. «Θα βγω με την Τζίνι απόψε» λέω.
«Για δώσ’ της αυτό, από μένα με αγάπη!» Απλώνει το χέρι και
μου πατάει μια τσιμπιά στο καυλί. Δεν μ’ αρέσει να μιλάει έτσι
για την Τζίνι. Το καταλαβαίνει και το χαμόγελό του σβήνει. «Εί­
χα βρει μπόλικο φυσικό αέριο για την εταιρεία του γέρου της.
Μέχρι που τον άφησε η γυναίκα του, ήταν φοβερός τύπος».
Κάνω μια περιστροφή πάνω στο σκαμπό και τον χτυπάω φι­
λικά στον γέρικο ώμο του. Φέρνω στον νου μου τον μπαμπά και
το γυρίζω στην πλάκα. «Μιλάμε, ζέχνεις τόσο, που ο νεκροθά­
φτης σε περιμένει στη γωνία».
Γελάει. «Ξέρεις ότι ήσουν το πιο άσχημο μωρό του κόσμου;»
Πάω προς την πόρτα χαμογελώντας. Τον ακούω που φωνάζει
στη μικρή: «Για πλησίασε, χρυσό μου, να σου πω ένα αστειά­
κι...».
Η ατμόσφαιρα έχει θολώσει απ’ τους υδρατμούς. Η ζέστη τσου­
ρουφλίζει το δέρμα μου, το ξεραίνει. Βάζω μπρος το φορτηγό
και πάω προς τα δυτικά, πιάνω τον αυτοκινητόδρομο που ακο­
λουθεί την άδεια κοίτη του Τέιζ. Ο δρόμος διασχίζει πλατιές
ισιάδες. Αριστερά και δεξιά υψώνονται λόφοι. Παρά την κάψα
του ήλιου, απ’ τα ριζά τους σηκώνεται κίτρινος κουρνιαχτός.
Προσπερνάω μια σιδερένια πινακίδα απ’ την εποχή του WPA
2
:
«Αυτοκινητόδρομος ποταμού Τέιζ, χαραχθείς υπό του Τζορτζ
Ουάσινγκτον». Στη θέση των γύρω κτιρίων φαντάζομαι χωράφια
και γελάδια, τα βλέπω με τη φαντασία μου όπως ήταν κάποτε,
στο μακρινό παρελθόν.
1,2,3,4,5,6 8
Powered by FlippingBook