Τριλοβίτες - page 6

BREECE D ’ J PANCAKE
[ 20 ]
ώρα, ώστε με το που θα ανεβάσεις το σώβρακο να μπουκάρεις
στο πρώτο τρένο – κι άντε γεια!»
Κοιτάζω το περβάζι. Είναι γεμάτο ξεραμένες μύγες. «Γιατί
φύγατε με τον μπαμπά απ’ το Μίσιγκαν;»
Οι ρυτίδες των ματιών του χαλαρώνουν. «Μας πήραν στον
πόλεμο» λέει και πίνει αργά μια γουλιά από τον καφέ του.
«Ο μπαμπάς δεν μπόρεσε να ξαναπάει σ’ εκείνα τα μέρη».
«Ούτε κι εγώ. Μια ζωή έλεγα πως θα γυρίσω – ή εκεί ή στη
Γερμανία. Μόνο για να τα δω».
«Μου είχε υποσχεθεί ότι θα μου έδειχνε πού θάψατε τα αση­
μικά και τα υπόλοιπα λάφυρα τον καιρό του πολέμου».
«Στον Έλβα» λέει. «Θα τα έχουν ξεχωνιάσει τώρα».
Η κόγχη του ματιού μου καθρεφτίζεται στον καφέ. Το πρό­
σωπό μου βυθίζεται στους αχνούς και νιώθω να με κοντοζυγώνει
πονοκέφαλος. Σηκώνω το βλέμμα για να ζητήσω μια ασπιρίνη
απ’ την αδερφή του Τίνκερ, την ακούω όμως που χασκογελάει
στην κουζίνα.
«Αποκεί του έμεινε η πληγή» λέει ο Τζιμ. «Στον Έλβα το
έπαθε. Είχε βγει έξω για πολλή ώρα. Έκανε κρύο, ψόφο σού λέω.
Εγώ τον είχα για πεθαμένο, αλλά επέστρεψε. Μου λέει: “Όλο
τον κόσμο γύρισα, Τζιμ”. Και μετά: “Ωραιότατη η Κίνα”».
«Παραληρούσε;»
«Δεν ξέρω. Χρόνια τώρα έχω πάψει να τα σκέφτομαι αυτά».
Η αδερφή του Τίνκερ έρχεται κρατώντας την καφετιέρα, μπας
και τσιμπήσει κάνα ψιλό. Της ζητάω ασπιρίνη και προσέχω ένα
σπυράκι στον λαιμό της. Δεν θυμάμαι να έχω δει φωτογραφίες
απ’ την Κίνα. Κοιτάζω τα μπούτια της.
«Ο Τρεντ θέλει ακόμη τα χωράφια σας για πολυκατοικίες;»
«Ναι» απαντάω. «Και νομίζω ότι η μαμά θα τα δώσει. Εγώ
1,2,3,4,5 7,8
Powered by FlippingBook