Τριλοβίτες - page 4

BREECE D ’ J PANCAKE
[ 18 ]
αυτή έφυγε και με άφησε μόνο – δυο χρόνια ζει εκεί κάτω χωρίς
εμένα. Μου στέλνει κάρτες με φλαμίνγκο και μασίστες που πα­
λεύουν με αλιγάτορες. Δεν με ρωτάει ποτέ το παραμικρό. Νιώ­
θω τελείως βλάκας γι’ αυτό που έγραψα, έπειτα μπαίνω στην
καφετέρια.
Μέσα στην άδεια αίθουσα απολαμβάνω τη δροσιά του κλιμα­
τιστικού. Η μικρή αδερφή του Τίνκερ Ράιλι μου βάζει καφέ. Έχει
ωραία μπούτια, μοιάζουν λιγάκι με της Τζίνι. Όμορφα στρώνουν
οι καμπύλες τους και δένουν με τις γάμπες. Τέτοια μπούτια και
τέτοιες γάμπες ανεβαίνουν τις σκάλες των αεροπλάνων. Η κο­
πέλα πάει στην άκρη του πάγκου και καταβροχθίζει το υπόλοιπο
παγωτό της. Της χαμογελάω, αλλά είναι ανήλικη ακόμη, πιπίνι.
Δύο πράγματα δεν ακουμπάω ούτε με σφαίρες – τα πιπίνια και
τα ποντικόφιδα. Μια φορά έπιασα ένα ποντικόφιδο, του έκοψα
το κεφάλι και το έκανα καμουτσίκι, αλλά ο μπαμπάς το άρπαξε
και με λιάνισε. Ώρες ώρες ο μπαμπάς μού ανέβαζε το αίμα στο
κεφάλι. Χαμογελάω.
Σκέφτομαι το τηλεφώνημα της Τζίνι χθες βράδυ. Ο γέρος της
την πήρε με τ’ αμάξι απ’ το αεροδρόμιο του Τσάρλστον. Η Τζίνι
είχε προλάβει κιόλας να βαρεθεί. Να βρεθούμε; Να βρεθούμε.
Να πάμε για καμιά μπίρα; Να πάμε. Κλασικός Κόλι. Κλασική
Τζίνι. Δεν έβαζε γλώσσα μέσα. Ήθελα να της πω ότι πέθανε ο
μπαμπάς και ότι η μαμά το πάει φιρί φιρί να πουλήσει τη φάρμα,
αλλά αυτή τον χαβά της. Μιλούσε και μου σηκωνόταν η τρίχα.
Έτσι ακριβώς μου σηκώνεται η τρίχα τώρα, καθώς κοιτάζω
τις κούπες. Τις παρατηρώ που κρέμονται απ’ τους γάντζους στη
βιτρίνα. Είναι όλο σκόνη και λίγδα. Στη ράχη τους είναι κολλη­
μένα τα ονόματα των θαμώνων που τις χρησιμοποιούν. Απ’ τις
τέσσερις κούπες, η μία είναι του μπαμπά, όμως άλλος είναι ο
1,2,3 5,6,7,8
Powered by FlippingBook