12
N I C HO L A S S P A R K S
τραβάω καθημερινά. Τους ακούω που αρχίζουν να ψιθυ
ρίζουν μεταξύ τους καθώς περνάω. «Να τος πάλι, εκεί
πάει» διακρίνω. «Ελπίζω να πάει καλά». Αλλά σ’ εμένα
δεν λένε τίποτα ευθέως. Είμαι σίγουρος ότι πιστεύουν
πως θα με πλήγωνε να συζητήσω γι’ αυτό το θέμα τόσο
νωρίς το πρωί, και απ’ όσο γνωρίζω τον εαυτό μου, νο
μίζω ότι μάλλον έχουν δίκιο.
Ένα λεπτό αργότερα, φτάνω στο δωμάτιο. Η πόρτα
ανοιχτή για μένα, ως συνήθως. Στο δωμάτιο είναι άλλα
δύο άτομα και μου χαμογελάνε κι εκείνα καθώς μπαίνω.
«Καλημέρα» λένε με τις πρόσχαρες φωνές τους, κι εγώ
τους αφιερώνω ένα λεπτό για να τους ρωτήσω για τα
παιδιά και τα σχολεία τους και τις επερχόμενες διακοπές.
Μιλάμε πάνω από τα κλάματα για ένα περίπου λεπτό.
Δεν δείχνουν να τους δίνουν σημασία · δεν τους αγγίζουν
πια τα κλάματα, από την άλλη, όμως, ούτε κι εμένα.
Κατόπιν, κάθομαι στην καρέκλα που έχει καταλήξει
να πάρει το σχήμα του κορμιού μου. Τώρα, τελειώνουν ·
φοράει τα ρούχα της, αλλά κλαίει ακόμη. Αφού φύγουν
θα ησυχάσει, το ξέρω. Η αναστάτωση του πρωινού την
ταράζει πάντα και η σημερινή μέρα δεν αποτελεί εξαί
ρεση. Επιτέλους, το παραβάν ανοίγει και οι νοσοκόμες
βγαίνουν έξω. Και οι δύο με αγγίζουν και χαμογελούν
καθώς περνάνε δίπλα μου. Αναρωτιέμαι τι σημαίνει αυτό.
Κάθομαι για ένα δευτερόλεπτο μόνο και την κοιτάζω,
αλλά εκείνη δεν με κοιτάζει. Το καταλαβαίνω, γιατί δεν
ξέρει ποιος είμαι. Για εκείνη είμαι ένας άγνωστος. Τότε,
γυρνώντας από την άλλη μεριά, σκύβω το κεφάλι και